συγγνωμονικός: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syggnomonikos
|Transliteration C=syggnomonikos
|Beta Code=suggnwmoniko/s
|Beta Code=suggnwmoniko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inclined to make allowance]], [[indulgent]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1384b3</span>, <span class="bibl"><span class="title">EN</span>1143a21</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>12p.447M.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of things, [[pardonable]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span> 1136a5</span>; <b class="b3">οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ</b>. ib.<span class="bibl">1150b8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[pertaining to]] συγγνώμη <span class="bibl">2</span>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Stat.</span>5</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib.<span class="bibl">3</span>.</span>
|Definition=συγγνωμονική, συγγνωμονικόν,<br><span class="bld">A</span> [[inclined to make allowance]], [[indulgent]], Arist.''Rh.''1384b3, ''EN''1143a21. Adv.[[συγγνωμονικῶς]] Hierocl. ''in CA''12p.447M.<br><span class="bld">II</span> of things, [[pardonable]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1136a5; <b class="b3">οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ.</b> ib.1150b8.<br><span class="bld">2</span> [[pertaining to]] συγγνώμη 2, Hermog.''Stat.''5. Adv. [[συγγνωμονικῶς]] ib.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> indulgent;<br /><b>2</b> pardonnable.<br />'''Étymologie:''' [[συγγνώμων]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[indulgent]];<br /><b>2</b> [[pardonnable]].<br />'''Étymologie:''' [[συγγνώμων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγγνωμονικός''': -ή, -όν, [[πρόθυμος]] εἰς τὸ παρέχειν συγγνώμην, ἀγαπῶν νὰ συγχωρῇ, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 19, Ἠθικ. Νικ. 6. 11, 1. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 165D. ΙΙ. ἐπὶ πράγμ., [[ἄξιος]] συγγνώμης, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 8, 12· οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. [[αὐτόθι]] 7. 8, 6.
|elnltext=συγγνωμονικός -ή -όν [συγγνώμων] van personen geneigd begrip te tonen, vergevingsgezind. van zaken waarvoor begrip wordt getoond, vergeeflijk
}}
{{elru
|elrutext='''συγγνωμονικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[склонный прощать]], [[снисходительный]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[извинительный]], [[простительный]] Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγγνωμονικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[πρόθυμος]] να παρέχει [[συγχώρηση]], που είναι [[επιεικής]], [[παραχωρητικός]], [[ενδοτικός]], [[σπλαχνικός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, [[συγχωρητέος]], στον ίδ.
|lsmtext='''συγγνωμονικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[πρόθυμος]] να παρέχει [[συγχώρηση]], που είναι [[επιεικής]], [[παραχωρητικός]], [[ενδοτικός]], [[σπλαχνικός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, [[συγχωρητέος]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγγνωμονικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[склонный прощать]], [[снисходительный]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[извинительный]], [[простительный]] Arst.
|lstext='''συγγνωμονικός''': -ή, -όν, [[πρόθυμος]] εἰς τὸ παρέχειν συγγνώμην, ἀγαπῶν νὰ συγχωρῇ, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 19, Ἠθικ. Νικ. 6. 11, 1. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 165D. ΙΙ. ἐπὶ πράγμ., [[ἄξιος]] συγγνώμης, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 8, 12· οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. [[αὐτόθι]] 7. 8, 6.
}}
{{elnl
|elnltext=συγγνωμονικός -ή -όν [συγγνώμων] van personen geneigd begrip te tonen, vergevingsgezind. van zaken waarvoor begrip wordt getoond, vergeeflijk
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συγγνωμονικός]], ή, όν [from [[συγγνώμων]]<br /><b class="num">I.</b> inclined to [[pardon]], [[indulgent]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> of things, [[pardonable]], Arist.
|mdlsjtxt=[[συγγνωμονικός]], ή, όν [from [[συγγνώμων]]<br /><b class="num">I.</b> inclined to [[pardon]], [[indulgent]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> of things, [[pardonable]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγνωμονικός Medium diacritics: συγγνωμονικός Low diacritics: συγγνωμονικός Capitals: ΣΥΓΓΝΩΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: syngnōmonikós Transliteration B: syngnōmonikos Transliteration C: syggnomonikos Beta Code: suggnwmoniko/s

English (LSJ)

συγγνωμονική, συγγνωμονικόν,
A inclined to make allowance, indulgent, Arist.Rh.1384b3, EN1143a21. Adv.συγγνωμονικῶς Hierocl. in CA12p.447M.
II of things, pardonable, Arist.EN 1136a5; οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. ib.1150b8.
2 pertaining to συγγνώμη 2, Hermog.Stat.5. Adv. συγγνωμονικῶς ib.3.

German (Pape)

[Seite 962] ή, όν, zum Verzeihen geneigt, bereit, Arist. rhet. 2, 6; – pass., dem man verzeihen kann, verzeihlich, Arist. eth eudem. 4, 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 indulgent;
2 pardonnable.
Étymologie: συγγνώμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγγνωμονικός -ή -όν [συγγνώμων] van personen geneigd begrip te tonen, vergevingsgezind. van zaken waarvoor begrip wordt getoond, vergeeflijk

Russian (Dvoretsky)

συγγνωμονικός:
1 склонный прощать, снисходительный Arst.;
2 извинительный, простительный Arst.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγγνώμων, -ονος]
1. αυτός που είναι πρόθυμος στο να συγχωρεί, που του αρέσει να συγχωρεί («οὐ γὰρ τιμωρητικὸς ὁ πρᾱος ἀλλὰ συγγνωμονικός», Αριστοτ.)
2. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ομολογία ή σε αναίρεση
3. (για πράγμ.) άξιος συγγνώμης.
επίρρ...
συγγνωμονικῶς Α
με διάθεση για συγγνώμη.

Greek Monotonic

συγγνωμονικός: -ή, -όν,
I. αυτός που είναι πρόθυμος να παρέχει συγχώρηση, που είναι επιεικής, παραχωρητικός, ενδοτικός, σπλαχνικός, σε Αριστ.
II. λέγεται για πράγματα, αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, συγχωρητέος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συγγνωμονικός: -ή, -όν, πρόθυμος εἰς τὸ παρέχειν συγγνώμην, ἀγαπῶν νὰ συγχωρῇ, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 19, Ἠθικ. Νικ. 6. 11, 1. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 165D. ΙΙ. ἐπὶ πράγμ., ἄξιος συγγνώμης, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 8, 12· οὐ θαυμαστόν, ἀλλὰ σ. αὐτόθι 7. 8, 6.

Middle Liddell

συγγνωμονικός, ή, όν [from συγγνώμων
I. inclined to pardon, indulgent, Arist.
II. of things, pardonable, Arist.