τερθρεία: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=terthreia
|Transliteration C=terthreia
|Beta Code=terqrei/a
|Beta Code=terqrei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[use of extreme subtlety]], [[hair-splitting]], [[formal pedantry]], <span class="bibl">Isoc.10.4</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.75</span> J., <span class="bibl">Ph.2.191</span>, al.; <b class="b3">τ. μυθική</b> in religion, <span class="bibl">D.H. 2.19</span>; of disputes about words, Gal.8.637, <span class="bibl"><span class="title">UP</span>4.9</span>; εἴτις εἰς τὴν Στωϊκὴν τ. ἀπάγοι τὸν λόγον <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span>p.534</span> S. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[στρατεία]] 3, Phot., Suid.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[use of extreme subtlety]], [[hair-splitting]], [[formal pedantry]], Isoc.10.4, Phld.''Oec.''p.75 J., Ph.2.191, al.; <b class="b3">τ. μυθική</b> in religion, D.H. 2.19; of disputes about words, Gal.8.637, ''UP''4.9; εἴτις εἰς τὴν Στωϊκὴν τ. ἀπάγοι τὸν λόγον Procl.''in Prm.''p.534 S.<br><span class="bld">II</span> = [[στρατεία]] 3, Phot., Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />tour de charlatan, hâblerie, jonglerie.<br />'''Étymologie:''' [[τερθρεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[tour de charlatan]], [[hâblerie]], [[jonglerie]].<br />'''Étymologie:''' [[τερθρεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τερθρεία:''' ἡ [[фокусничество]], [[хитросплетение]] (τ. καὶ [[στωμυλία]] Plut.): ἡ τ. [[ῥητορική]] Sext. риторическая изворотливость.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[τερθεύομαι]]<br />(στη [[ρητορική]]) [[χρήση]] σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λογομαχία]] σχετικά με λέξεις<br /><b>2.</b> [[φλυαρία]] που γίνεται [[κυρίως]] για [[παραπλάνηση]]<br /><b>3.</b> [[εκστρατεία]] που γινόταν με σκοπό την [[άσκηση]] τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως περίπολοι, [[στρατεία]].
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[τερθεύομαι]]<br />(στη [[ρητορική]]) [[χρήση]] σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λογομαχία]] σχετικά με λέξεις<br /><b>2.</b> [[φλυαρία]] που γίνεται [[κυρίως]] για [[παραπλάνηση]]<br /><b>3.</b> [[εκστρατεία]] που γινόταν με σκοπό την [[άσκηση]] τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως περίπολοι, [[στρατεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''τερθρεία:''' ἡ [[фокусничество]], [[хитросплетение]] (τ. καὶ [[στωμυλία]] Plut.): ἡ τ. [[ῥητορική]] Sext. риторическая изворотливость.
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερθρεία Medium diacritics: τερθρεία Low diacritics: τερθρεία Capitals: ΤΕΡΘΡΕΙΑ
Transliteration A: terthreía Transliteration B: terthreia Transliteration C: terthreia Beta Code: terqrei/a

English (LSJ)

ἡ,
A use of extreme subtlety, hair-splitting, formal pedantry, Isoc.10.4, Phld.Oec.p.75 J., Ph.2.191, al.; τ. μυθική in religion, D.H. 2.19; of disputes about words, Gal.8.637, UP4.9; εἴτις εἰς τὴν Στωϊκὴν τ. ἀπάγοι τὸν λόγον Procl.in Prm.p.534 S.
II = στρατεία 3, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1093] ἡ, Gaukelei, Blendwerk, Possen, bes. λόγων, spitzfindiges Geschwatz, Windbeutelei, VLL., Plut. u. a. Sp.; ῥητορική, S. Emp. adv. rhett. 22; übh. Täuschung, Betrug, D. L. prooem. 17; μυθική, D. Hal. 2, 19. – Einige alte Erkl. leiten es von τερατεία ab, Moeris.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
tour de charlatan, hâblerie, jonglerie.
Étymologie: τερθρεύω.

Russian (Dvoretsky)

τερθρεία:фокусничество, хитросплетение (τ. καὶ στωμυλία Plut.): ἡ τ. ῥητορική Sext. риторическая изворотливость.

Greek (Liddell-Scott)

τερθρεία: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, χρῆσις τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης, ἀγυρτία, τερατολογία, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἰσοκρ. 209Α, πρβλ. Runnck. εἰς Πλάτ. Τίμ. (Κατὰ τὸν Μοῖριν σ. 364, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ τερατεία). - Καθ’ Ἡσύχ. «τερθρεία· λογομαχία. ἀπάτη. φλυαρία. φληναφία».

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ τερθεύομαι
(στη ρητορική) χρήση σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας
αρχ.
1. λογομαχία σχετικά με λέξεις
2. φλυαρία που γίνεται κυρίως για παραπλάνηση
3. εκστρατεία που γινόταν με σκοπό την άσκηση τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως περίπολοι, στρατεία.