δείλακρος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deilakros | |Transliteration C=deilakros | ||
|Beta Code=dei/lakros | |Beta Code=dei/lakros | ||
|Definition=α, ον, [[pitiable]], | |Definition=α, ον, [[pitiable]], Ar.''Pl.''973, ''Carm.Pop.''27. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />tout à fait malheureux, infortuné.<br />'''Étymologie:''' [[δειλός]], [[ἄκρος]]. | |btext=α, ον :<br />[[tout à fait malheureux]], [[infortuné]].<br />'''Étymologie:''' [[δειλός]], [[ἄκρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=δείλακρος -α -ον [[[δειλός]], [[ἄκρος]]] [[armzalig]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 12:16, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, pitiable, Ar.Pl.973, Carm.Pop.27.
Spanish (DGE)
-α, -ον
desgraciado ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι δειλάκρα Ar.Pl.973, μὴ κακόν <σε> μέγα ποιήσῃ κἀμὲ τὰν δειλάκραν Carm.Pop.7.4.
German (Pape)
[Seite 536] α, ον, höchst feig, höchst elend, Ar. Pl. 973. Das fem. bei Ath. XV, 697 c.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
tout à fait malheureux, infortuné.
Étymologie: δειλός, ἄκρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δείλακρος -α -ον [δειλός, ἄκρος] armzalig.
Russian (Dvoretsky)
δείλακρος: глубоко несчастный Arph.
Greek Monolingual
δείλακρος, -α, -ον (Α)
αξιολύπητος, ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δημώδη λ. με περιορισμένης εκτάσεως χρήση. Θεωρείται παράλληλος εκφραστικός τ. του δειλός, παρεκτεταμένος σε -ακ- και με σχηματιστικό επίθημα -ρο- (πρβλ. φαλακρός). Κατ' άλλους, ανάγεται σε υποθετικό τ. δείλαξ, συνδεόμενο παρετυμολογικά με το άκρος].
Greek Monotonic
δείλακρος: -α, -ον, αξιολύπητος, άξιος οίκτου, δειλός, φοβητσιάρης, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
δείλακρος: -α, -ον, λίαν οἰκτρός, ἢ οἴκτου ἄξιος, Ἀριστοφ. Πλ. 973, Ποιητὴς ἐν Bgk. Λυρ. Ἑλλ. σ. 882.