λίπασμα: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lipasma | |Transliteration C=lipasma | ||
|Beta Code=li/pasma | |Beta Code=li/pasma | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[a greasy form of ulceration]], Hp.''Alim.''16, Heliod. ap. Orib.46.22.14, Gal.15.316.<br><span class="bld">2</span> [[a fattening substance]], Plu.2.771b, [[LXX]] ''Ne.''8.10 (pl.).<br><span class="bld">3</span> [[salve]], Man.4.345.<br><span class="bld">4</span> <b class="b3">λίπασμα ὀφθαλμῶν</b> a [[glistening]], i.e. a tear, Epicur. ap. Cleom.2.1 (p.89 U.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />substance grasse.<br />'''Étymologie:''' [[λίπα]]. | |btext=ατος (τό) :<br />[[substance grasse]].<br />'''Étymologie:''' [[λίπα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ατος, τό,
A a greasy form of ulceration, Hp.Alim.16, Heliod. ap. Orib.46.22.14, Gal.15.316.
2 a fattening substance, Plu.2.771b, LXX Ne.8.10 (pl.).
3 salve, Man.4.345.
4 λίπασμα ὀφθαλμῶν a glistening, i.e. a tear, Epicur. ap. Cleom.2.1 (p.89 U.).
German (Pape)
[Seite 51] τό, das Fettmachende, Fett, Hippocr. u.;p., Salbe, Maneth. 4, 345; ὀφθαλμῶν λ. nannte Epikur die Thräne.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
substance grasse.
Étymologie: λίπα.
Russian (Dvoretsky)
λίπασμα: ατος (ῐ) τό жировое вещество, жир Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λίπασμα: [ῐ], τό, παχύτης, Ἱππ. 381. 22. 2) οὐσία παχύνουσα, Πλούτ. 2. 771Β, πρβλ. Ἑβδ. (Νεεμ. Η΄, 10). 3) ἀλοιφή, Μανέθων 4. 345. 4) λ. ὀφθαλμῶν, δάκρυα, Ἐπίκουρ. παρὰ Κλεομήδ. 2, 1, σ. 112 Bäke.
Greek Monolingual
το (Α λίπασμα) λιπαίνω
νεοελλ.
1. φυσική ή τεχνητή ουσία που προστίθεται στο έδαφος για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην ανάπτυξη και παραγωγικότητα τών φυτών (α. «φυσικά λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα»)
2. φρ. «διαφυλλικό λίπασμα» — λίπασμα που διασκορπίζεται στο φύλλωμα τών καλλιεργούμενων φυτών από το οποίο και απορροφάται
αρχ.
1. παχύτητα, πάχος
2. ουσία που παχαίνει («πορεύεσθε, φάγετε λιπάσματα, καὶ πίετε γλυκάσματα», ΠΔ)
3. αλοιφή
4. φρ. «λιπάσματα ὀφθαλμῶν» — τα δάκρυα.