φυλακτικός: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fylaktikos | |Transliteration C=fylaktikos | ||
|Beta Code=fulaktiko/s | |Beta Code=fulaktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=φυλακτική, φυλακτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[preservative]], opp. [[ληπτικός]], [[προετικός]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1120b15; ὑγιείας Id.''Top.''106b36, cf. ''Rh.''1366a37; of persons, φ. τῶν ὄντων [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.4.9; <b class="b3">φ. ἐγκλημάτων</b> [[cherishing the recollection of]] them, Arist.''Rh.''1381b4; τὸ φ. Phld.''Oec.''p.34J., Gal.10.638, Porph.''Antr.''16. Adv. [[φυλακτικῶς]] Arist.''Top.'' 106b37.<br><span class="bld">II</span> (from Med.) [[cautious]], opp. [[πιστευτικός]], Id.''Rh.'' 1372b28. Adv. [[φυλακτικῶς]] Plb.6.8.3, al.: Comp., φυλακτικώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς Id.1.18.1, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui a la vertu de conserver <i>ou</i> de préserver, gén.;<br /><b>2</b> qui se tient sur ses gardes, | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui a la vertu de conserver]] <i>ou</i> de préserver, gén.;<br /><b>2</b> [[qui se tient sur ses gardes]], [[circonspect]] : [[φυλακτικός]] τινος XÉN qui veille sur qqn <i>ou</i> qch.<br />'''Étymologie:''' [[φυλάσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φῠλακτικός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''φῠλακτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[сохраняющий]], [[оберегающий]] (τινος Xen., Plat., Arst.): φ. τῶν ἐγκλημάτων Arst. помнящий жалобы или упреки, т. е. злопамятный;<br /><b class="num">2</b> [[остерегающийся]], [[осторожный]] Xen., Arst.: φ. περί τινα Plat. остерегающийся кого-л. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:19, 25 August 2023
English (LSJ)
φυλακτική, φυλακτικόν,
A preservative, opp. ληπτικός, προετικός, Arist.EN1120b15; ὑγιείας Id.Top.106b36, cf. Rh.1366a37; of persons, φ. τῶν ὄντων X.Mem.3.4.9; φ. ἐγκλημάτων cherishing the recollection of them, Arist.Rh.1381b4; τὸ φ. Phld.Oec.p.34J., Gal.10.638, Porph.Antr.16. Adv. φυλακτικῶς Arist.Top. 106b37.
II (from Med.) cautious, opp. πιστευτικός, Id.Rh. 1372b28. Adv. φυλακτικῶς Plb.6.8.3, al.: Comp., φυλακτικώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς Id.1.18.1, al.
German (Pape)
[Seite 1313] gut bewachend, beschützend, geschickt zum Bewachen, wachsam; μνήμη διάθεσις ψυχῆς φυλακτικὴ τῆς ἐν αὐτῇ ὑπαρχούσης ἀληθείας Plat. def. 414 a; τῶν ὄντων, das Vorhandene zu schützen geschickt, Xen. Mem. 3, 4,9. – Auch vom med., geschickt sich zu hüten, behutsam, vorsichtig; Xen. Mem. 3, 1,6; Plat. Ep. VII, 322 d; φυλακτικῶς ἕκαστα χειρίζειν Pol. 6, 8,3, vgl. 1, 18, 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui a la vertu de conserver ou de préserver, gén.;
2 qui se tient sur ses gardes, circonspect : φυλακτικός τινος XÉN qui veille sur qqn ou qch.
Étymologie: φυλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
φῠλακτικός:
1 сохраняющий, оберегающий (τινος Xen., Plat., Arst.): φ. τῶν ἐγκλημάτων Arst. помнящий жалобы или упреки, т. е. злопамятный;
2 остерегающийся, осторожный Xen., Arst.: φ. περί τινα Plat. остерегающийся кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλακτικός: -ή, -όν, διαφυλάττων, τηρῶν τι, ἐναντίον τῷ ληπτικός καὶ ποριστικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20· ὑγιείας, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1, 15, 10, πρβλ. Ρητορ. 1. 5, 3. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀγρύπνως φυλάττων τι, φυλακτικοὺς τῶν ὄντων Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 9· φυλακτικοὺς τῶν ἐγκλημάτων, διατηροῦντας τὴν ἀνάμνησιν αὐτῶν, Ἀριστ. Ρητ. 2, 4, 17. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), προφυλακτικός, προσεκτικός, αὐτόθι 1. 12, 19. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολύβ. 6, 8, 3, κ. ἀλλ. φυλακτικώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς ὁ αὐτ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό / φυλακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φυλαχτικός, -ή, -ό, Ν φυλάσσω
νεοελλ.
(ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυλακτικά
τα φύλακτρα, η αμοιβή για τη φύλαξη εμπορευμάτων
αρχ.
1. αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί κάτι («φυλακτικὸς ὑγείας», Αριστοτ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που προσέχει, που περιφρουρεί κάτι
3. αυτός που παίρνει προφυλάξεις, προσεκτικός, επιφυλακτικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτικόν
η προθυμία για προφύλαξη.
επίρρ...
φυλακτικῶς ΜΑ
με προφύλαξη, με προσοχή.
Greek Monotonic
φῠλακτικός: -ή, -όν,
I. προστατευτικός, με γεν., σε Αριστ.
II. 1. λέγεται για ανθρώπους, αυτός που φυλάσσει, προσεκτικός, σε Ξεν.· φυλακτικὸς ἐγκλημάτων, διατηρώντας την ανάμνησή τους, σε Αριστ.
2. (από Μέσ.), προφυλακτικός, στον ίδ.
Middle Liddell
φῠλακτικός, ή, όν
I. preservative, c. gen., Arist.
II. of persons, vigilant, observant, Xen.; φ. ἐγκλημάτων cherishing the recollection of them, Arist.
2. (from Mid.) cautious, Arist.
Léxico de magia
-όν protector de una rama de laurel como amuleto τοῦτο γὰρ μέγιστον σώματος φυλακτικόν pues éste es el mayor protector de tu cuerpo P I 272