πυραλλίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πυραλίς]] και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[πυρραλίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πτηνού, πιθ. περιστεριού<br /><b>2.</b> [[είδος]] εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε [[μέσα]] στη [[φωτιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐλαῖαι πυραλλίδες» — [[είδος]] ελαίων με κόκκινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πυραλ</i>(<i>λ</i>)<i>ίς</i>, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από τη λ. <i>πῦρ</i> με το υποκορ. [[επίθημα]] -[[αλίς]] / -<i>αλλίς</i> (με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-), <b>πρβλ.</b> <i>συκ</i>-<i>αλ</i>(<i>λ</i>)<i>ίς</i>. Η [[ονομασία]] αυτή δικαιολογείται, όσον αφορά το [[είδος]] του πτηνού και το [[είδος]] [[ελιάς]] πιθ. από το [[χρώμα]] τους, ενώ το [[έντομο]] ονομάστηκε [[έτσι]], [[επειδή]] θεωρήθηκε ότι ζει στη [[φωτιά]]. Το διπλό -<i>ρρ</i>- του τ. [[πυρραλίς]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> οφείλεται πιθ. σε [[επίδραση]] του τ. [[πυρρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>). Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η λιγότερο πιθανή [[άποψη]] ότι η λ. ως ονομ. πτηνού [[πρέπει]] να συνδεθεί με το [[πυρός]] «[[σίτος]]» λόγω του είδους της τροφής του (<b>πρβλ.</b> <i>συκ</i>-<i>αλλίς</i>: [[σῦκον]])].
|mltxt=και [[πυραλίς]] και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[πυρραλίς]], -ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πτηνού, πιθ. περιστεριού<br /><b>2.</b> [[είδος]] εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε [[μέσα]] στη [[φωτιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐλαῖαι πυραλλίδες» — [[είδος]] ελαίων με κόκκινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πυραλ</i>(<i>λ</i>)<i>ίς</i>, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από τη λ. <i>πῦρ</i> με το υποκορ. [[επίθημα]] -[[αλίς]] / -<i>αλλίς</i> (με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-), <b>πρβλ.</b> <i>συκ</i>-<i>αλ</i>(<i>λ</i>)<i>ίς</i>. Η [[ονομασία]] αυτή δικαιολογείται, όσον αφορά το [[είδος]] του πτηνού και το [[είδος]] [[ελιάς]] πιθ. από το [[χρώμα]] τους, ενώ το [[έντομο]] ονομάστηκε [[έτσι]], [[επειδή]] θεωρήθηκε ότι ζει στη [[φωτιά]]. Το διπλό -<i>ρρ</i>- του τ. [[πυρραλίς]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> οφείλεται πιθ. σε [[επίδραση]] του τ. [[πυρρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>). Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η λιγότερο πιθανή [[άποψη]] ότι η λ. ως ονομ. πτηνού [[πρέπει]] να συνδεθεί με το [[πυρός]] «[[σίτος]]» λόγω του είδους της τροφής του (<b>πρβλ.</b> <i>συκ</i>-<i>αλλίς</i>: [[σῦκον]])].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">n. of an unknown bird, prob. a kind of dove</b> (Arist., Call., Ael.); [[a kind of olive]] (medic.); <b class="b2">n. of an insect, that lives supposedly in the fire</b> (Plin.).<br />Other forms: ([[varia lectio|v.l.]] <b class="b3">-αλίς</b>, H. [[πυρραλίς]])<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Diminutive formation in <b class="b3">-αλ(λ)ίς</b> (Chantraine Form. 251 f., Niedermann Glotta 19, 9 f.), prob. from [[πῦρ]] after the reddish colour; also associated with [[πυρρός]] ([[πυρραλίς]]). After Niedermann [[l.c.]] however from [[πυρός]] [[wheat]] after the food; cf. [[συκαλλίς]] from [[σῦκον]].
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[n. of an unknown bird]], [[prob. a kind of dove]] (Arist., Call., Ael.); [[a kind of olive]] (medic.); [[n. of an insect]], [[that lives supposedly in the fire]] (Plin.).<br />Other forms: ([[varia lectio|v.l.]] <b class="b3">-αλίς</b>, H. [[πυρραλίς]])<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Diminutive formation in <b class="b3">-αλ(λ)ίς</b> (Chantraine Form. 251 f., Niedermann Glotta 19, 9 f.), prob. from [[πῦρ]] after the reddish colour; also associated with [[πυρρός]] ([[πυρραλίς]]). After Niedermann [[l.c.]] however from [[πυρός]] [[wheat]] after the food; cf. [[συκαλλίς]] from [[σῦκον]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυραλλίς Medium diacritics: πυραλλίς Low diacritics: πυραλλίς Capitals: ΠΥΡΑΛΛΙΣ
Transliteration A: pyrallís Transliteration B: pyrallis Transliteration C: pyrallis Beta Code: puralli/s

English (LSJ)

v. πυραλίς.

French (Bailly abrégé)

[ῠᾰᾰ] ίδος (ἡ),
rouge-gorge, ARSTT. HA 9.1.15, CALL. fr. 100c4, etc.
Étymologie: πῦρ.

Greek Monolingual

και πυραλίς και κατά τον Ησύχ. πυρραλίς, -ίδος, ἡ, Α
1. είδος πτηνού, πιθ. περιστεριού
2. είδος εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε μέσα στη φωτιά
3. φρ. «ἐλαῖαι πυραλλίδες» — είδος ελαίων με κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραλ(λ)ίς, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από τη λ. πῦρ με το υποκορ. επίθημα -αλίς / -αλλίς (με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ-), πρβλ. συκ-αλ(λ)ίς. Η ονομασία αυτή δικαιολογείται, όσον αφορά το είδος του πτηνού και το είδος ελιάς πιθ. από το χρώμα τους, ενώ το έντομο ονομάστηκε έτσι, επειδή θεωρήθηκε ότι ζει στη φωτιά. Το διπλό -ρρ- του τ. πυρραλίς που παραδίδει ο Ησύχ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση του τ. πυρρός (< πῦρ). Έχει διατυπωθεί, επίσης, η λιγότερο πιθανή άποψη ότι η λ. ως ονομ. πτηνού πρέπει να συνδεθεί με το πυρός «σίτος» λόγω του είδους της τροφής του (πρβλ. συκ-αλλίς: σῦκον)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: n. of an unknown bird, prob. a kind of dove (Arist., Call., Ael.); a kind of olive (medic.); n. of an insect, that lives supposedly in the fire (Plin.).
Other forms: (v.l. -αλίς, H. πυρραλίς)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Diminutive formation in -αλ(λ)ίς (Chantraine Form. 251 f., Niedermann Glotta 19, 9 f.), prob. from πῦρ after the reddish colour; also associated with πυρρός (πυρραλίς). After Niedermann l.c. however from πυρός wheat after the food; cf. συκαλλίς from σῦκον.

Frisk Etymology German

πυραλλίς: {purallís}
Forms: (v.l. -αλίς, H. πυρραλίς)
Grammar: f.
Meaning: N. eines unbekannten Vogels, wahrscheinlich einer Taubenart (Arist., Kall., Ael.), Art Olive (Mediz.), N. eines Insektes, das angeblich im Feuer lebt (Plin.).
Etymology: Deminutivbildung auf -αλ(λ)ίς (Chantraine Form. 251 f., Niedermann Glotta 19, 9 f.), wohl von πῦρ nach der rötlichen Farbe; auch mit πυρρός (πυρραλίς) assoziiert. Nach Niedermann a. O. dagegen von πυρός Weizen nach der Nahrung; vgl. συκαλλίς von σῦκον.
Page 2,629

German (Pape)

ἡ, l.d. statt πυρραλίς.