ἀρτίκολλος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=artikollos
|Transliteration C=artikollos
|Beta Code=a)rti/kollos
|Beta Code=a)rti/kollos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[close-glued]], [[clinging close]], ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος [[χιτών]] = [[ἀρτίως]] κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>768</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[fitting well together]], <b class="b3">ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε</b> [[turn out]] [[exactly right]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>580</span>; [[εἰς ἀρτίκολλον]] ἀγγέλου λόγον μαθεῖν = [[come]]s [[in the nick of time]] to [[learn]] [[new]]s from the [[messenger]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>373</span>.</span>
|Definition=ἀρτίκολλον,<br><span class="bld">A</span> [[close-glued]], [[clinging close]], ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος [[χιτών]] = [[ἀρτίως]] κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, S.''Tr.''768.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[fitting well together]], <b class="b3">ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε</b> [[turn out]] [[exactly right]], A.''Ch.''580; [[εἰς ἀρτίκολλον]] ἀγγέλου λόγον μαθεῖν = [[come]]s [[in the nick of time]] to [[learn]] [[new]]s from the [[messenger]], Id.''Th.''373.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> parfaitement collé ; bien ajusté;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui forme un ensemble parfait;<br /><b>3</b> qui s'adapte bien ; opportun.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[κολλάω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[parfaitement collé]] ; bien ajusté;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui forme un ensemble parfait;<br /><b>3</b> [[qui s'adapte bien]] ; opportun.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[κολλάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

English (LSJ)

ἀρτίκολλον,
A close-glued, clinging close, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών = ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, S.Tr.768.
II metaph., fitting well together, ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε turn out exactly right, A.Ch.580; εἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖν = comes in the nick of time to learn news from the messenger, Id.Th.373.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
1 totalmente pegado πλευραῖσιν ἀ. (χιτών) de la túnica de Neso, S.Tr.768.
2 fig. concatenado, exacto ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε A.Ch.580, de pers. (ἄναξ) ... εἶσ' ἀ. el príncipe sale a punto A.Th.373.

German (Pape)

[Seite 362] genau zusammengeleimt, zusammenpassend, Soph. Tr. 765 προσπτύσσετο πλευραῖσιν ἀρτ. ὥστε τέκτονος χιτών. Dah. recht, gehörig, Aesch. Ch. 573; λόγον, zur gelegenen Zeit, gerade recht, Spt. 355.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 parfaitement collé ; bien ajusté;
2 fig. qui forme un ensemble parfait;
3 qui s'adapte bien ; opportun.
Étymologie: ἄρτι, κολλάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίκολλος:
1 досл. плотно приклеенный, перен. тесно прилегающий (πλευραῖσιν χιτών Soph.);
2 подходящий, своевременный (λόγος ἀγγέλου Aesch.): ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε Aesch. чтобы все было как следует.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίκολλος: -ον, ὁ ἀκριβῶς κεκολλημένος εἴς τι, ἱδρὼς ἀνῄει χρωτί, καὶ προσπτύσσεται πλευραῖσιν ἀρτίκολλος, ὥστε τέκτονος, χιτὼν ἅπαν κατ’ ἄρθρον, στερεῶς κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, Σοφ. Τρ. 768. ΙΙ. μεταφ., καλῶς ἁρμοζόμενος, ἁρμόδιος, ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε, ὅπως ἀποβαίνωσιν ἀκριβῶς ὅπως πρέπει, Αἰσχύλ. Χο. 580· ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖν, ἐν ἁρμοδίῳ καιρῷ, ὁ αὐτ. Θήβ. 373.

Greek Monolingual

ἀρτίκολλος, -ον (Α)
1. αυτός που κολλιέται ακριβώς σε κάτι, ο εφαρμοστός
2. μτφ. ταιριαστός.

Greek Monotonic

ἀρτίκολλος: -ον (κόλλα
I. αυτός που συγκολλήθηκε γερά, ακριβώς στερεωμένος κάπου, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών = ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, σε Σοφ.
II. μεταφ., αρμοσμένος καλά με κάτι, ἄρτι συμβαίνει, αυτός που αποβαίνει ακριβώς όπως πρέπει, σε Αισχύλ.· ἀρτίκολλόν τι μαθεῖν, μαθαίνω κάτι στην κόψη του χρόνου, στην κατάλληλη στιγμή, στον ίδ.

Middle Liddell

κόλλα
I. close-glued, clinging close to, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών = ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, Soph.
II. metaph. fitting well together, ἀρτ. συμβαίνει turns out exactly right, Aesch.; ἀρτίκολλόν τι μαθεῖν to hear it in the nick of time, opportunely, Aesch.