ὀαρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oarizo
|Transliteration C=oarizo
|Beta Code=o)ari/zw
|Beta Code=o)ari/zw
|Definition=(ὄαρος), Ep. Verb, used only in pres. and impf., [[converse]] or [[chat with]] (<span class="bibl">Luc.<span class="title">Par.</span>43</span>), c. dat. pers., ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί <span class="bibl">Il.6.516</span>; <b class="b3">τῷ ὀαριζέμεναι</b> (v. [[δρῦς]]) <span class="bibl">22.127</span>; μετ' ἀθανάτοις ὀαρίζειν <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>170</span> : c.acc. cogn., ὀάρους ὀαρίζει <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>23.3</span> : contr. impf., ὠρίζεσκον φιλότητι <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>58</span>.
|Definition=([[ὄαρος]]), Ep. Verb, used only in pres. and impf., [[converse]] or [[chat with]] (Luc.''Par.''43), c. dat. pers., ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί Il.6.516; <b class="b3">τῷ ὀαριζέμεναι</b> (v. [[δρῦς]]) 22.127; μετ' ἀθανάτοις ὀαρίζειν ''h.Merc.''170: c.acc. cogn., ὀάρους ὀαρίζει ''h.Hom.''23.3: contr. impf., ὠρίζεσκον φιλότητι ''h.Merc.''58.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. épq.</i> ὀάριζον;<br /><b>1</b> vivre en commerce intime : τινί, avec qqn;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> causer, jaser.<br />'''Étymologie:''' [[ὄαρ]].
|btext=<i>seul. prés. et impf. épq.</i> ὀάριζον;<br /><b>1</b> [[vivre en commerce intime]] : τινί, avec qqn;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> [[causer]], [[jaser]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄαρ]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀᾰρίζω Medium diacritics: ὀαρίζω Low diacritics: οαρίζω Capitals: ΟΑΡΙΖΩ
Transliteration A: oarízō Transliteration B: oarizō Transliteration C: oarizo Beta Code: o)ari/zw

English (LSJ)

(ὄαρος), Ep. Verb, used only in pres. and impf., converse or chat with (Luc.Par.43), c. dat. pers., ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί Il.6.516; τῷ ὀαριζέμεναι (v. δρῦς) 22.127; μετ' ἀθανάτοις ὀαρίζειν h.Merc.170: c.acc. cogn., ὀάρους ὀαρίζει h.Hom.23.3: contr. impf., ὠρίζεσκον φιλότητι h.Merc.58.

German (Pape)

[Seite 288] vertrauten Umgang haben, sich vertraulich unterhalten; τινί, mit Einem, vom Gespräche, παρθένος ἠΐθεός τ' ὀαρίζετον ἀλλήλοιϊν, Il. 22, 127, vgl. 6, 516; μετά τινι, H. h. Merc. 170; ὀάρους ὀαρίζειν, H. h. 22, 3; auch Luc. paras. 43.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. épq. ὀάριζον;
1 vivre en commerce intime : τινί, avec qqn;
2 p. ext. causer, jaser.
Étymologie: ὄαρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀᾰρίζω: (impf. iter. ὠρίζεσκον)
1 (тж. ὀάρους ὀ. HH) вести разговор, беседовать (τινί Hom.);
2 вращаться в (чьем-л.) кругу, общаться (μετ᾽ ἀθανάτοις HH): ὀ. φιλότητι HH сочетаться в любви.

Greek (Liddell-Scott)

ὀᾰρίζω: (ὄαρ), Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., συνομιλῶ μετὰ οἰκειότητος, «γλυκομιλῶ» μετά τινος, (Λουκ. Παράσ. 43), μετὰ δοτ. προσ. ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικὶ Ἰλ. Ζ. 516· ᾧ ὀαριζέμεναι (ἴδε ἐν λ. δρῦς) Χ. 127: οἰκείως κοινωνῶ, συνδιατρίβω, μετ’ ἀθανάτοις ὀαρίζειν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 170· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὀάρους ὀαρίζειν Ὁμ. Ὕμν. 22. 3· συνῃρ. παρατατ., ὠρίζεσκον φιλότητι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58.

English (Autenrieth)

inf. ὀαριζέμει αι, ipf. ὀάριζε: converse familiarly, chat. (Il.)

English (Slater)

ὀαρίζω utter softly λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα[ ]μων τελευταῖς ὀαρίζε[ι ] λόγον τερπνῶν ἐπέων (supp. Lobel) (Pae. 14.33)

Greek Monolingual

ὀαρίζω (Α)
(επικ. ρ. που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.)
1. συνομιλώ με οικειότητα ή ερωτικά, γλυκομιλώ ή ερωτοτροπώ («ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί», Ομ. Ιλ.)
2. συναναστρέφομαι με οικειότητα («βέλτερον ἥματα πάντα μετ' ἀθανάτοις ὀαρίζειν», Ύμν. εις Ερμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄαρ «γυναίκα σύζυγος» (βλ. λ. όαρ)].

Greek Monotonic

ὀᾰρίζω: (ὄαρος), σε ενεστ. και παρατ., συνδιαλέγομαι ή κουβεντιάζω με κάποιον, συνομιλώ με οικειότητα, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ὀαριζέμεναι (Επικ. απαρ.), στο ίδ.

Middle Liddell

ὀᾰρίζω, ὄαρος [used in pres. and imperf.]
to converse or chat with one, c. dat., Il.; ὀαριζέμεναι (epic inf.) Il.