ἀνεπίκλητος: Difference between revisions

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anepiklitos
|Transliteration C=anepiklitos
|Beta Code=a)nepi/klhtos
|Beta Code=a)nepi/klhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[free from blame]], [[unimpeachable]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span> 2.1.22</span>; πίστις <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>18.9.4</span>: Comp. -ότερος <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>1.5</span>. Adv. -τως <span class="bibl">D.C.39.22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[without preferring any charge]]. Adv. -τως <span class="bibl">Th.1.92</span>.</span>
|Definition=ἀνεπίκλητον,<br><span class="bld">A</span> [[free from blame]], [[unimpeachable]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 2.1.22; πίστις J.''AJ''18.9.4: Comp. -ότερος X.''Ages.''1.5. Adv. [[ἀνεπικλήτως]] D.C.39.22.<br><span class="bld">II</span> [[without preferring any charge]]. Adv. [[ἀνεπικλήτως]] Th.1.92.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans reproche.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπικαλέω]].
|btext=ος, ον :<br />[[sans reproche]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπικαλέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίκλητος Medium diacritics: ἀνεπίκλητος Low diacritics: ανεπίκλητος Capitals: ΑΝΕΠΙΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anepíklētos Transliteration B: anepiklētos Transliteration C: anepiklitos Beta Code: a)nepi/klhtos

English (LSJ)

ἀνεπίκλητον,
A free from blame, unimpeachable, X.Cyr. 2.1.22; πίστις J.AJ18.9.4: Comp. -ότερος X.Ages.1.5. Adv. ἀνεπικλήτως D.C.39.22.
II without preferring any charge. Adv. ἀνεπικλήτως Th.1.92.

Spanish (DGE)

-ον
I sin tacha de pers., X.Cyr.2.1.22, ἀνεπικλητότερον ... Ἀγησίλαον X.Ages.1.5
de abstr. inquebrantable πίστις I.AI 18.337
limpio ὑφάσματα POxy.1428.9 (IV d.C.).
II adv. -ως
1 irreprochablemente ἀ. πάντα ἀπέδειξεν D.C.39.22.4.
2 sin presentar una denuncia πρέσβεις ... ἀπῆλθον ἐπ' οἴκου ἀνεπικλήτως Th.1.92.

German (Pape)

[Seite 224] untadelhaft, Xen. Cyr. 2, 1, 22 (besser als die v.l. ἀνεπίπληκτος u. ἀνεπίληπτος). – Adv. -ήτως, Thuc. 1, 92.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans reproche.
Étymologie: , ἐπικαλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίκλητος: безукоризненный, безупречный Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίκλητος: -ον, ὁ μὴ ψεγόμενος, μὴ κατηγορούμενος, ἀνεπίληπτος, ἄμεμπτος, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 22: - Συγκρ. -ότερος ὁ αὐτ. Ἀγησ. 1, 5: - Ἐπίρρ. ἀνεπικλήτως = ἀνεγκλήτως, Θουκ. 1. 92, Δίων Κ. 39. 22.

Greek Monolingual

ἀνεπίκλητος, -ον)
αρχ.
μη ψεγόμενος, μη κατηγορούμενος για κάτι, ανεπίληπτος, άμεμπτος
νεοελλ.
ακάλεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίκλητος (< επικαλώ «κατηγορώ») «αυτός που καλείται μπροστά στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος». Το νεοελλ. ανεπίκλητος χρησιμοποιήθηκε με διαφορετική σημασια
«ακάλεστος» (ανεπίκλητος δαιτυμών) και μαρτυρείται από το 1866 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή].

Greek Monotonic

ἀνεπίκλητος: -ον (ἐπικαλέω),
I. μη κατηγορούμενος, άψογος, άμεμπτος, σε Ξεν.
II. αυτός που δεν επιφέρει, επισύρει καμία κατηγορία· επίρρ. -τως, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐπικαλέω
I. unaccused, unblamed, Xen.
II. without preferring any charge:— adv. -τως, Thuc.