ἀβρίξ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0004.png Seite 4]] ([[βρίζω]]), schlaflos, munter, Eur. Rhes. 736, nach Musgr. Emend. für ἄβριζε.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0004.png Seite 4]] ([[βρίζω]]), [[schlaflos]], [[munter]], Eur. Rhes. 736, nach Musgr. Emend. für ἄβριζε.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβρίξ''': «[[ἐγρηγόρως]]», Ἡσύχ. Ἔν τισι παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Εὐριπίδου ἐφέρετο ἡ [[λέξις]] [[ἀβρίξ]], ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις διορθοῦσι τὸ [[χωρίον]] ἐν ᾧ εὑρίσκετο: «σίγα πᾶς, ὑφιζ’· [[ἴσως]] γὰρ εἰς βόλον τις ἔρχεται». Εὐρ. Ρῆσ. 730. Ἐκδ. Γ. Δινδορφίου, ἴδ. καὶ τὴν τοῦ F. A. Paley London. 1872.
|lstext='''ἀβρίξ''': «[[ἐγρηγόρως]]», Ἡσύχ. Ἔν τισι παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Εὐριπίδου ἐφέρετο ἡ [[λέξις]] [[ἀβρίξ]], ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις διορθοῦσι τὸ [[χωρίον]] ἐν ᾧ εὑρίσκετο: «σίγα πᾶς, ὑφιζ’· [[ἴσως]] γὰρ εἰς βόλον τις ἔρχεται». Εὐρ. Ρῆσ. 730. Ἐκδ. Γ. Δινδορφίου, ἴδ. καὶ τὴν τοῦ F. A. Paley London. 1872.
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 23 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβρίξ Medium diacritics: ἀβρίξ Low diacritics: αβρίξ Capitals: ΑΒΡΙΞ
Transliteration A: abríx Transliteration B: abrix Transliteration C: avriks Beta Code: a)bri/c

English (LSJ)

watchfully; v. ἄβρικτος.

German (Pape)

[Seite 4] (βρίζω), schlaflos, munter, Eur. Rhes. 736, nach Musgr. Emend. für ἄβριζε.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβρίξ: «ἐγρηγόρως», Ἡσύχ. Ἔν τισι παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Εὐριπίδου ἐφέρετο ἡ λέξις ἀβρίξ, ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις διορθοῦσι τὸ χωρίον ἐν ᾧ εὑρίσκετο: «σίγα πᾶς, ὑφιζ’· ἴσως γὰρ εἰς βόλον τις ἔρχεται». Εὐρ. Ρῆσ. 730. Ἐκδ. Γ. Δινδορφίου, ἴδ. καὶ τὴν τοῦ F. A. Paley London. 1872.