εὔφραστος: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyfrastos | |Transliteration C=eyfrastos | ||
|Beta Code=eu)/frastos | |Beta Code=eu)/frastos | ||
|Definition= | |Definition=εὔφραστον, ([[φράζω]]) [[easy to make intelligible]], Arist.''Rh.''1407b12; [[distinct]], ὀπωπή D.P.171. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔφραστον, (φράζω) easy to make intelligible, Arist.Rh.1407b12; distinct, ὀπωπή D.P.171.
German (Pape)
[Seite 1107] leicht zu bemerken, wahrzunehmen, ὀπωπή D. Per. 171; leicht zu verstehen, oder leicht auszusprechen, neben δεῖ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον Arist. rhet. 3, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à expliquer, à exprimer.
Étymologie: εὖ, φράζω.
Greek Monolingual
εὔφραστος, -ον (Α)
1. ευκολοπρόφερτος, και κατ' επέκτ. ευνόητος, κατανοητός, καταληπτός («δεῖ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», Αριστοτ.)
2. σαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φραστος (< φράζω «ομιλώ, λέγω»), πρβλ. άφραστος, πολύφραστος].
Greek Monotonic
εὔφραστος: -ον (φράζω), εύκολος στην προφορά ή στην έκφραση, ευπρόφερτος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὔφραστος: легко выразимый, удобопроизносимый (τὸ γεγραμμένον Arst.).