ἰλλάς: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=illas | |Transliteration C=illas | ||
|Beta Code=i)lla/s | |Beta Code=i)lla/s | ||
|Definition= | |Definition=ἰλλάδος, ἡ, ([[ἴλλω]], [[εἴλω]])<br><span class="bld">A</span> [[rope]], [[band]], [[βοῦς]], τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν . . δήσαντες ἄγουσιν Il.13.572.<br><span class="bld">II</span> as adjective, [[close-packed]], [[herding together]], of [[cattle]], ἰλλάδες γοναί S.Fr.70, E.Fr.837.<br><span class="bld">III</span> = [[Ἰλιάς]] ''III'', Ath.2.65a, Eust.947.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰλλάδος, ἡ, (ἴλλω, εἴλω)
A rope, band, βοῦς, τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν . . δήσαντες ἄγουσιν Il.13.572.
II as adjective, close-packed, herding together, of cattle, ἰλλάδες γοναί S.Fr.70, E.Fr.837.
III = Ἰλιάς III, Ath.2.65a, Eust.947.8.
German (Pape)
[Seite 1251] άδος, ἡ (ἴλλω, εἴλω), – 1) ein zusammengedrehter Strick, eine Schlinge, βοῦς, τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα βίῃ δήσαντες ἄγουσιν Il. 13, 572; VLL. – 2) eine Drosselart, Ath. II, 65 b aus Arist., wo aber ἰλιάς steht.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
lien tordu, corde, lacet.
Étymologie: ἴλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἰλλάς: άδος ἡ
1 крученая веревка, бечева: βοῦς, τόν τε βουκόλοι ἄνδρες, ἰλλάσιν δήσαντες, ἄγουσιν Hom. вол, которого пастухи, связав веревками, ведут;
2 Arst. v.l. = ἰλιάς.
Greek (Liddell-Scott)
ἰλλάς: -άδος, ἡ, (ἴλλω, εἴλω) ἐξ ἱμάντων πεπλεγμένος δεσμός, σχοινίον ἐξ ἱμάντων, βοῦς, ὅν τ’ οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσι... δήσαντες ἄγουσιν Ἰλ. Ν. 572· πρβλ. ἐλλεδανός. ΙΙ. ἐν τῇ σκοτεινῇ φράσει: ἰλλάδας γονάς, ἣν ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ἐκ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 834) καὶ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 73) (μετὰ τῆς ἑρμηνείας ἀγελειὰς καὶ τὰς συστροφάς), οἱ Γραμμ. φαίνεται ὅτι ἐξέλαβον τὸ ἰλλάδας ὡς ἐπίθ., ὁμοῦ συνηγμένας, ἀγελαίας, πρβλ. ἰλλάζω. ΙΙΙ. ἴδε Ἰλιὰς ΙΙΙ.
English (Autenrieth)
άδος (εἴλω): pl., twisted cords, Il. 13.572†.
Greek Monolingual
ἰλλάς, -άδος, ἡ (ΑΜ) ίλλω
είδος πτηνού
αρχ.
1. σχοινί, λουρί
2. (φρ. «ἰλλάδας γονάς» — ζώα που βόσκουν κατά αγέλες.
Greek Monotonic
ἰλλάς: -άδος, ἡ (ἴλλω, εἴλω), σχοινί από ιμάντες, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
See also: s. 2. εἰλέω