ποικιλομήτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Rath" to "Rat")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poikilomitis
|Transliteration C=poikilomitis
|Beta Code=poikilomh/ths
|Beta Code=poikilomh/ths
|Definition=ου, ὁ, voc. [[μῆτα]], [[full of various wiles]], [[epithet]] of Odysseus, <span class="bibl">Il.11.482</span>, <span class="bibl">Od.3.163</span>, <span class="bibl">13.293</span>; of Zeus, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>322</span>; of Hermes, <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>155</span>.
|Definition=ποικιλομήτου, ὁ, voc. [[μῆτα]], [[full of various wiles]], [[epithet]] of Odysseus, Il.11.482, Od.3.163, 13.293; of [[Zeus]], ''h.Ap.''322; of [[Hermes]], ''h.Merc.''155.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0650.png Seite 650]] ὁ, voll mannichfaltiger, schlauer Rathschläge, gewandter Klugheit; Hom., Beiwort des Odysseus, Od., voc. ποικιλομῆτα 13, 293; des Zeus, H. h. Ap. 323, und des Hermes, h. Merc. 155.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0650.png Seite 650]] ὁ, voll mannichfaltiger, schlauer Ratschläge, gewandter Klugheit; Hom., Beiwort des Odysseus, Od., voc. ποικιλομῆτα 13, 293; des Zeus, H. h. Ap. 323, und des Hermes, h. Merc. 155.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ποικιλομήτης -ου &#91;[[ποικίλος]], [[μῆτις]]] [[listig]].
|elnltext=ποικιλομήτης -ου &#91;[[ποικίλος]], [[μῆτις]]] [[listig]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Οδυσσέως, του [[Διός]] και του Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, [[πολυμήχανος]], [[επινοητικός]], [[πανούργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆτις]] «[[σκέψη]], [[σοφία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αγκυλο</i>-<i>μήτης</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Οδυσσέως, του [[Διός]] και του Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, [[πολυμήχανος]], [[επινοητικός]], [[πανούργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆτις]] «[[σκέψη]], [[σοφία]]»), [[πρβλ]]. [[αγκυλομήτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 15:15, 16 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλομήτης Medium diacritics: ποικιλομήτης Low diacritics: ποικιλομήτης Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΜΗΤΗΣ
Transliteration A: poikilomḗtēs Transliteration B: poikilomētēs Transliteration C: poikilomitis Beta Code: poikilomh/ths

English (LSJ)

ποικιλομήτου, ὁ, voc. μῆτα, full of various wiles, epithet of Odysseus, Il.11.482, Od.3.163, 13.293; of Zeus, h.Ap.322; of Hermes, h.Merc.155.

German (Pape)

[Seite 650] ὁ, voll mannichfaltiger, schlauer Ratschläge, gewandter Klugheit; Hom., Beiwort des Odysseus, Od., voc. ποικιλομῆτα 13, 293; des Zeus, H. h. Ap. 323, und des Hermes, h. Merc. 155.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
fertile en expédients, artificieux.
Étymologie: ποικίλος, μῆτις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλομήτης -ου [ποικίλος, μῆτις] listig.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλομήτης: ου adj. m изобретательный, хитроумный (Ὀδυσσεύς Hom.; Ἑρμῆς HH).

English (Autenrieth)

(μῆτις): with versatile mind, fertile in device, inventive, cunning.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Οδυσσέως, του Διός και του Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, πολυμήχανος, επινοητικός, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μήτης (< μῆτις «σκέψη, σοφία»), πρβλ. αγκυλομήτης].

Greek Monotonic

ποικῐλομήτης: -ου, ὁ, κλητ. -μῆτα (μῆτιςγεμάτος με επινοήσεις διάφορες, πολυμήχανος, πανούργος, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλομήτης: -ου, ὁ, κλητ. -μῆτα, πλήρης ποικίλων τεχνασμάτων, πολυμήχανος, πανοῦργος, ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Λ. 482, Ὀδ. Γ. 163, Ν. 293˙ τοῦ Διός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 323˙ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 155˙ ― πρβλ. ποικιλόβουλος.

Middle Liddell

ποικῐλο-μήτης, ου, ὁ, μῆτις
full of various wiles, wily-minded, Hom.