πρακτός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=praktos
|Transliteration C=praktos
|Beta Code=prakto/s
|Beta Code=prakto/s
|Definition=Ion. [[πρηκτός]], πρακτή, πρακτόν, ([[πράσσω]]): [[τὰ πρακτά]]<br><span class="bld">A</span> [[things to be done]], i.e. [[matters of moral action]], Arist.''EN''1094a19, 1097a22; τὰ πρακτὰ ἀγαθά ib. 1095a16, cf. Andronic. Rhod.p.574 M.<br><span class="bld">2</span> [[traversed]], νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα A.R.''Fr.''5.3.<br><span class="bld">II</span> πρακτὸς ὑπό τινος = [[liable to be called on to pay money]] by one, ''Test.Epict.''7.2, 21, cf. ''IG''12 (7).237.60 (Minoa, i B. C.); π. ἔστωμ Πραξικλεῖ ἡμιόλιον τὸ [[ἀργύριον]] ib. 67.46 (Arcesine, in/iii B. C.); π. ἔστω τοῦ ἡμιολίου τοῖς ταμίαις ib.62.50 (ibid., iv B. C.).
|Definition=Ion. [[πρηκτός]], πρακτή, πρακτόν, ([[πράσσω]]): [[τὰ πρακτά]]<br><span class="bld">A</span> [[things to be done]], i.e. [[matters of moral action]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1094a19, 1097a22; τὰ πρακτὰ ἀγαθά ib. 1095a16, cf. Andronic. Rhod.p.574 M.<br><span class="bld">2</span> [[traversed]], νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα A.R.''Fr.''5.3.<br><span class="bld">II</span> πρακτὸς ὑπό τινος = [[liable to be called on to pay money]] by one, ''Test.Epict.''7.2, 21, cf. ''IG''12 (7).237.60 (Minoa, i B. C.); π. ἔστωμ Πραξικλεῖ ἡμιόλιον τὸ [[ἀργύριον]] ib. 67.46 (Arcesine, in/iii B. C.); π. ἔστω τοῦ ἡμιολίου τοῖς ταμίαις ib.62.50 (ibid., iv B. C.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρακτός Medium diacritics: πρακτός Low diacritics: πρακτός Capitals: ΠΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: praktós Transliteration B: praktos Transliteration C: praktos Beta Code: prakto/s

English (LSJ)

Ion. πρηκτός, πρακτή, πρακτόν, (πράσσω): τὰ πρακτά
A things to be done, i.e. matters of moral action, Arist.EN1094a19, 1097a22; τὰ πρακτὰ ἀγαθά ib. 1095a16, cf. Andronic. Rhod.p.574 M.
2 traversed, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα A.R.Fr.5.3.
II πρακτὸς ὑπό τινος = liable to be called on to pay money by one, Test.Epict.7.2, 21, cf. IG12 (7).237.60 (Minoa, i B. C.); π. ἔστωμ Πραξικλεῖ ἡμιόλιον τὸ ἀργύριον ib. 67.46 (Arcesine, in/iii B. C.); π. ἔστω τοῦ ἡμιολίου τοῖς ταμίαις ib.62.50 (ibid., iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 693] adj. verb. von πράσσω, gethan, zu thun, thunlich; τὰ πρακτά, das was man thut, Arist. eth. 1, 2; von ποιητός unterschieden, 6, 4; Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut ou doit être fait, faisable, praticable.
Étymologie: πράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρακτός -ή -όν [πράττω] doenlijk, uitvoerbaar, realiseerbaar:; πρακτὰ ἀγαθά realiseerbare goede dingen Aristot. EN 1095a16; gedaan, subst. τὰ πρακτά handelingen. Aristot. EN 1094a19.

Russian (Dvoretsky)

πρακτός: [adj. verb. к πράσσω выполнимый или подлежащий выполнению Arst. etc.

Greek Monolingual

και ιων. τ. πρηκτός, -ή, -όν, Α πράττω
1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός
2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός
3. αυτός που μπορεί κανείς να τον εισπράξει
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτά
πράγματα τα οποία είναι σωστό να γίνονται, ηθικές ενέργειες
5. φρ. «πρακτὸς ὑπὸ τινος» — αυτός που κλήθηκε από κάποιον για να πληρώσει χρήματα, να αποδώσει κάτι που οφείλει.

Greek Monotonic

πρακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του πράσσω· τὰ πρακτά, πράγματα που πρέπει να γίνουν, στοιχεία ηθικής υφής, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πρακτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πράσσω· τὰ πρακτά, πράγματα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ γείνωσιν, ἅτινα δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς σημεῖα ἠθικῆς ἐνεργείας, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 2, 1., 4. 6, 4, κτλ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ πραχθῇ, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα = ναυσιπέρατα, Ποιητὴς ἐν Ruhnk. Ep. Crit. 192· ἀλλὰ πρβλ. πράσσω Ι. ΙΙ. πρακτὸς ὑπό τινος, ὁ κληθεὶς ὑπό τινος ὅπως ἀποτίσῃ χρήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, VII. 2 καὶ 22· πρβλ. πράσσω V. 1.

Middle Liddell

πρακτός, ή, όν verb. adj. of πράσσω
τὰ πρακτά things to be done, points of moral action, Arist.

Translations

passable

Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny