ὀαριστύς: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oaristys | |Transliteration C=oaristys | ||
|Beta Code=o)aristu/s | |Beta Code=o)aristu/s | ||
|Definition=ύος, ἡ, Ep.,=[[ὀαρισμός]], < | |Definition=ύος, ἡ, Ep., = [[ὀαρισμός]],<br><span class="bld">A</span> [[familiar converse]], [[fond discourse]], Il.14.216; title of Theoc.27: generally, <b class="b3">ἡ γὰρ πολέμου ὀ.</b> such is war's [[intercourse]], Il.17.228.<br><span class="bld">II</span> as concrete, <b class="b3">προμάχων ὀ.</b> [[the company]] of out-fighters, 13.291. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ύος, ἡ, Ep., = ὀαρισμός,
A familiar converse, fond discourse, Il.14.216; title of Theoc.27: generally, ἡ γὰρ πολέμου ὀ. such is war's intercourse, Il.17.228.
II as concrete, προμάχων ὀ. the company of out-fighters, 13.291.
German (Pape)
[Seite 288] ύος, ἡ, vertraulicher Umgang, trauliches, liebevolles Gespräch; bes. zwischen Liebenden od. Eheleuten, πάρφασις, Liebesgespräch als Bethörungsmittel, Il. 14, 216; übh. Umgang, Verkehr, auch πολέμου, der Verkehr des Krieges, wie es im Kriege zu gehen pflegt, 17, 228, u. προμάχων ὀαριστύς, 13, 291, die Genossenschaft, Schaar der Vorkämpfer.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
1 commerce intime, relations;
2 troupe de gens qui vivent ou agissent ensemble : προμάχων ὀαριστύς IL troupe des guerriers du premier rang ; πολέμου ὀαριστύς IL rapports, càd lois ou habitudes de la guerre.
Étymologie: ὀαρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὀᾰριστύς: ύος ἡ
1 разговор, беседа (ὀ. πάρφασις Hom.): ἡ γὰρ πολέμου ὀ. Hom. таков боевой разговор, т. е. так приходится действовать в бою;
2 содружество, среда, круг (προμάχων Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀᾰριστύς: -ύος, ἡ, Ὁμηρικὸς τύπος τοῦ ὀαρισμός, οἰκεία συνομιλία, φιλική, πλήρης ἀγάπης ὁμιλία, Ἰλ. Ξ. 216· ἐπιγραφὴ τοῦ 27 εἰδυλλ. τοῦ Θεοκρ.: - καθόλου, ἣ γὰρ πολέμου ὀαριστύς, «αὕτη γάρ ἐστι ἡ τοῦ πολέμου ὁμιλία, ὅ ἐστιν, οὕτως δεῖ ἀναστρέφεσθαι ἐν τῷ πολέμῳ καὶ ἀριστεύειν· αὕτη γὰρ ἀρετὴ πολεμούντων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 228. ΙΙ. ὡς συγκεκριμένον, προμάχων ὀαριστύν, τὴν συνάντησιν, ἤγουν τὴν μάχην τῶν πρωταγωνιστῶν, Ν. 291.
English (Autenrieth)
ύος (ὀαρίζω): familiar converse; πάρφασις, ‘fond beguilement,’ Il. 14.216; iron., πολέμου, προμάχων, Ρ 22, Il. 13.291.
Greek Monolingual
ὀαριστύς, -ύος, ἡ (Α)
1. σχέση οικειότητας, φιλική συναναστροφή
2. συμμετοχή σε κάτι («ἡ γὰρ πολέμου ὀαριστύς» — η συμμετοχή και η αριστεία στον πόλεμο, Ομ. Ιλ.)
3. ως κύριο όν. τίτλος του 27ου ειδυλλίου του Θεοκρίτου
4. φρ. «προμάχων ὀαριοτύς» — η συμπεριφορά τών πρωταγωνιστών κατά τη μάχη, η αρετή τών πολεμιστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀαρίζω + επίθημα -τύς (πρβλ. ακοντιστύς, ξιφιστύς)].
Greek Monotonic
ὀαριστύς: -ύος, ἡ,
I. φιλική συζήτηση, ερωτική συνομιλία, σε Θεόκρ.· γενικά, ἡ γὰρ πολέμου ὀαριστύς, όπως είναι η πολεμική σύγκρουση, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως περιληπτ., προμάχων ὀαριστύς, η συνάντηση, η μάχη της εμπροσθοφυλακής, στο ίδ.
Middle Liddell
ὀᾰριστύς, ύος, ἡ,
I. familiar converse, fond discourse, Il., Theocr.:—generally, ἡ γὰρ πολέμου ὀαριστύς such is war's intercourse, Il.
II. as concrete, προμάχων ὀαριστύς the company of out-fighters, Il. [from ὄᾰρος]