φιλοκίνδυνος: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
mNo edit summary |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filokindynos | |Transliteration C=filokindynos | ||
|Beta Code=filoki/ndunos | |Beta Code=filoki/ndunos | ||
|Definition= | |Definition=φιλοκίνδυνον,<br><span class="bld">A</span> [[fond of danger]], [[adventurous]], X.''An.''2.6.7, ''Cyr.''2.1.22, D.11.22; ἐπίπονος καὶ φ. βίος Isoc.10.17; θυμοειδὴς καὶ φ. Plu.''Arist.''17: Comp., Luc.''Peregr.''23: Sup., πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος X.''An.''1.9.6: [[τὸ φιλοκίνδυνον]] = [[adventurousness]], Plu.2.966a, Luc.''DMort.''14.5, etc.: Adv. [[φιλοκινδύνως]] X.''Smp.''4.33, ''OGI''248.39 (Pergam., ii B. C.); φ. ἔχειν Aristid.1.394J.: Comp. -ότερον Onos.1.24.<br><span class="bld">2</span> in bad sense, [[foolhardy]], φιλοκινδυνότατος πάντων ἀνθρώπων εἶ D.20.145, cf. Ael.''VH''12.23, Lib.''Ep.''14.2. Adv. [[φιλοκινδύνως]] Luc.''DMort.'' 19.2; διετέθησαν Isoc.8.97. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[venturesome]], [[fond of danger]], [[loving danger]] | |woodrun=[[venturesome]], [[fond of danger]], [[loving danger]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[adventurous]]=== | |||
Asturian: aventureru; Basque: abenturazale; Belarusian: авантурны; Bulgarian: рискован, авантюристичен; Catalan: aventurer; Danish: eventyrslysten; Dutch: [[avontuurlijk]], [[ondernemend]]; Esperanto: aventurema; Finnish: seikkailunhaluinen; French: [[aventureux]]; Galician: aventureiro; German: [[abenteuerlustig]], [[abenteuerdurstig]], [[abenteuerhungrig]], [[abenteuersüchtig]]; Greek: [[περιπετειώδης]], [[τολμηρός]]; Ancient Greek: [[ἐγχειρητικός]], [[κινδυνευτικός]], [[μεγαλοκίνδυνος]], [[μεγαλότολμος]], [[φιλοκίνδυνος]]; Hebrew: הרפתקני; Hungarian: kalandos; Japanese: 冒険好きな; Luxembourgish: abenteuerlech; Maori: mātātoa, manawa kai tūtae; Norwegian: eventyrlysten; Polish: śmiały, zawadiacki, awanturniczy, żądny przygód; Portuguese: [[aventureiro]], [[aventuroso]]; Russian: [[рискованный]], [[авантюрный]], [[авантюристичный]]; Spanish: [[intrépido]], [[aventurero]]; Swedish: äventyrlig; Turkish: maceraperest; Volapük: ventürik | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:56, 18 October 2024
English (LSJ)
φιλοκίνδυνον,
A fond of danger, adventurous, X.An.2.6.7, Cyr.2.1.22, D.11.22; ἐπίπονος καὶ φ. βίος Isoc.10.17; θυμοειδὴς καὶ φ. Plu.Arist.17: Comp., Luc.Peregr.23: Sup., πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος X.An.1.9.6: τὸ φιλοκίνδυνον = adventurousness, Plu.2.966a, Luc.DMort.14.5, etc.: Adv. φιλοκινδύνως X.Smp.4.33, OGI248.39 (Pergam., ii B. C.); φ. ἔχειν Aristid.1.394J.: Comp. -ότερον Onos.1.24.
2 in bad sense, foolhardy, φιλοκινδυνότατος πάντων ἀνθρώπων εἶ D.20.145, cf. Ael.VH12.23, Lib.Ep.14.2. Adv. φιλοκινδύνως Luc.DMort. 19.2; διετέθησαν Isoc.8.97.
German (Pape)
[Seite 1281] Gefahr liebend, wagehalsig; Xen. An. 2, 6,8; πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος 1, 9,5; Dem. Lept. 145 u. A.; φιλοκινδύνως καὶ προθύμως διακεῖσθαι Pol. 3, 92, 5; φροντίς Diosc. 29 (VII, 707); adv. auch Xen. Symp. 4, 33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le danger, hardi, téméraire ; τὸ φιλοκίνδυνον caractère aventureux, hardiesse;
Sp. φιλοκινδυνότατος.
Étymologie: φίλος, κίνδυνος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοκίνδῡνος: любящий опасности, отчаянно смелый, дерзновенный Xen., Isocr., Dem., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κινδύνους, ῥιψοκίνδυνος, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 7. ἐν Κύρου Παιδ. 2. 1, 22, Δημ. 158. 5· βίος ἐπίπονος καὶ φ. Ἰσοκρ. 211C· θυμοειδὴς καὶ φ. Πλουτ. Ἀριστείδ. 17· πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος Ξεν. Ἀν. 1. 9, 6· ― τὸ φιλοκίνδυνον, τὸ ῥιψοκίνδυνον, ὁ ῥιψοκίνδυνος χαρακτήρ, Πλούτ. 2. 966Α, Λουκιαν. κλπ. ― Ἐπίρρ. φιλοκινδύνως, Ξεν. Συμπ. 4. 33. 2) ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, φιλοκινδυνότατος εἶ πάντων ἀνθρώπων Δημ. 501. 16, πρβλ. Αἰλιαν. Ποικ. Ἱστ. 12. 23. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 108.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλοκίνδυνος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσει να εκτίθεται σε κινδύνους, ριψοκίνδυνος
αρχ.
1. (με αρνητική σημ.) απερίσκεπτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοκίνδυνον
ο χαρακτήρας του φιλοκίνδυνου.
επίρρ...
φιλοκινδύνως Α
με φιλοκίνδυνο τρόπο, ριψοκίνδυνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κίνδυνος (πρβλ. ριψοκίνδυνος)].
Greek Monotonic
φῐλοκίνδῡνος: -ον, 1. αυτός που αγαπά τον κίνδυνο, ριψοκίνδυνος, σε Ξεν., Δημ.· πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος, σε Ξεν.· επίρρ. -νως, με ανυπομονησία, στον ιδ.
2. με αρνητική σημασία, παρακινδυνευμένος, απερίσκεπτος, σε Δημ.
Middle Liddell
φῐλο-κίνδῡνος, ον,
1. fond of danger, adventurous, Xen., Dem.; πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος Xen.:—adv. -νως, eagerly, Xen.
2. in bad sense, fool-hardy, Dem.
English (Woodhouse)
venturesome, fond of danger, loving danger
Translations
adventurous
Asturian: aventureru; Basque: abenturazale; Belarusian: авантурны; Bulgarian: рискован, авантюристичен; Catalan: aventurer; Danish: eventyrslysten; Dutch: avontuurlijk, ondernemend; Esperanto: aventurema; Finnish: seikkailunhaluinen; French: aventureux; Galician: aventureiro; German: abenteuerlustig, abenteuerdurstig, abenteuerhungrig, abenteuersüchtig; Greek: περιπετειώδης, τολμηρός; Ancient Greek: ἐγχειρητικός, κινδυνευτικός, μεγαλοκίνδυνος, μεγαλότολμος, φιλοκίνδυνος; Hebrew: הרפתקני; Hungarian: kalandos; Japanese: 冒険好きな; Luxembourgish: abenteuerlech; Maori: mātātoa, manawa kai tūtae; Norwegian: eventyrlysten; Polish: śmiały, zawadiacki, awanturniczy, żądny przygód; Portuguese: aventureiro, aventuroso; Russian: рискованный, авантюрный, авантюристичный; Spanish: intrépido, aventurero; Swedish: äventyrlig; Turkish: maceraperest; Volapük: ventürik