παρθενοπίπης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parthenopipis
|Transliteration C=parthenopipis
|Beta Code=parqenopi/phs
|Beta Code=parqenopi/phs
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, ([[ὀπιπεύω]]) [[one who ogles maidens]], [[seducer]], <span class="bibl">Il.11.385</span>.
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, ([[ὀπιπεύω]]) [[one who ogles maidens]], [[seducer]], Il.11.385.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ου, ό Α<br /><b>1.</b> αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες<br /><b>2.</b> αυτός που αποπλανεί παρθένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>οπιπή</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀπιπεύω]] «[[κοιτάζω]] με [[περιέργεια]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γυναικ</i>-<i>οπίπης</i>].
|mltxt=-ου, ό Α<br /><b>1.</b> αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες<br /><b>2.</b> αυτός που αποπλανεί παρθένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>οπιπή</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀπιπεύω]] «[[κοιτάζω]] με [[περιέργεια]]»), [[πρβλ]]. [[γυναικοπίπης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παρθεν-οπῑ́πης, ου, ὁ, [[ὀπιπτεύω]]<br />[[one who looks after maidens]], a [[seducer]], Il.
|mdlsjtxt=παρθεν-οπῑ́πης, ου, ὁ, [[ὀπιπτεύω]]<br />[[one who looks after maidens]], a [[seducer]], Il.
}}
{{trml
|trtx====[[seducer]]===
Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: [[séducteur]], [[séductrice]]; German: [[Verführer]]; Greek: [[γόης]], [[γυναικοκατακτητής]]; Ancient Greek: [[ἀπατεών]], [[διαφθορεύς]], [[ἠπεροπεύς]], [[ἠπεροπευτής]], [[κηλητής]], [[μοιχικός]], [[μοιχός]], [[οἰκοφθόρος]], [[παραινέτης γυναικῶν]], [[παρθενοπίπης]], [[ὑπονοθευτής]], [[ὑποφθορεύς]], [[φθορεύς]]; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: [[seductor]], [[seductrix]], [[corruptor]], [[corruptrix]]; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: [[sedutor]]; Russian: [[соблазнитель]], [[искуситель]]; Tagalog: malamuyot
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενοπίπης Medium diacritics: παρθενοπίπης Low diacritics: παρθενοπίπης Capitals: ΠΑΡΘΕΝΟΠΙΠΗΣ
Transliteration A: parthenopípēs Transliteration B: parthenopipēs Transliteration C: parthenopipis Beta Code: parqenopi/phs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπεύω) one who ogles maidens, seducer, Il.11.385.

German (Pape)

[Seite 521] (ὀπιπτεύω), ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt; voc. παρθενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρθένους; vgl. γυναικοπίπης, παιδοπίπης, οἰνοπίπης.

French (Bailly abrégé)

ου;
voc. α;
adj. m.
qui épie les jeunes filles.
Étymologie: παρθένος, ὀπιπεύω.

Russian (Dvoretsky)

παρθενοπίπης: ου (ῑ) ὁ высматривающий девушек, т. е. волокита Hom.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ περιβλέπων τὰς παρθένους, παρθενοθήρας, ὁ ἀπατῶν παρθένους, Ἰλ. Λ. 385˙ πρβλ. γυναικοπίπης, παιδοπίπης, οἰνοπίπης.

English (Autenrieth)

voc. -ιπα (ὀπιπτεύω): ogler of girls, Il. 11.385†.

Greek Monolingual

-ου, ό Α
1. αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες
2. αυτός που αποπλανεί παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + οπιπή (< ὀπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια»), πρβλ. γυναικοπίπης].

Greek Monotonic

παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κυνηγά τις παρθένες, ξελογιαστής, διακορευτής, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

παρθεν-οπῑ́πης, ου, ὁ, ὀπιπτεύω
one who looks after maidens, a seducer, Il.

Translations

seducer

Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: séducteur, séductrice; German: Verführer; Greek: γόης, γυναικοκατακτητής; Ancient Greek: ἀπατεών, διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, κηλητής, μοιχικός, μοιχός, οἰκοφθόρος, παραινέτης γυναικῶν, παρθενοπίπης, ὑπονοθευτής, ὑποφθορεύς, φθορεύς; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: seductor, seductrix, corruptor, corruptrix; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: sedutor; Russian: соблазнитель, искуситель; Tagalog: malamuyot