πολύβοτος: Difference between revisions
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyvotos | |Transliteration C=polyvotos | ||
|Beta Code=polu/botos | |Beta Code=polu/botos | ||
|Definition= | |Definition=πολύβοτον, ([[βόσκω]])<br><span class="bld">A</span> [[much-nourishing]], αἰὼν βροτῶν A.''Th.''774 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[having much pasture]], Κελαιναί Tim.''Pers.''153; γῆ D.H.1.37. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύβοτον, (βόσκω)
A much-nourishing, αἰὼν βροτῶν A.Th.774 (lyr.).
II having much pasture, Κελαιναί Tim.Pers.153; γῆ D.H.1.37.
German (Pape)
[Seite 660] viel weidend, ernährend, Simmi. ov.; weidereich, Ἰταλία, D. Hal. 1, 37; in poet. Form πουλύβοτος αἰών Aesch. Spt. 730.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en pâturages.
Étymologie: πολύς, βόσκω.
Russian (Dvoretsky)
πολύβοτος: Aesch. v.l. = πολύβοσκος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβοτος: ον (βόσκω) ὁ πολλοὺς τρέφων, αἰὼν βροτῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 774. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὴν βοσκήν, πολλὰς νομάς, γῆ Διον. Ἁλ. 1. 37.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολύτροφος
2. αυτός που έχει πολλούς τόπους κατάλληλους για βοσκή («γῆν πολύκαρπον καὶ πολύβοτον», Δίον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. εύβοτος].
Greek Monotonic
πολύβοτος: -ον (βόσκω), αυτός που τρέφει πολλούς, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
πολύ-βοτος, ον, βόσκω
much-nourishing, Aesch.