υδατίδα: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑδατίς]], - | |mltxt=η / [[ὑδατίς]], -ίδος, ΝΜΑ<br />[[φυσαλίδα]] γεμάτη [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> καθένα από τα δύο εμβρυϊκά υπολείμματα, από τα οποία το ένα βρίσκεται στο πρόσθιο [[άκρο]] του όρχεως και το [[άλλο]] στο πρόσθιο [[άκρο]] της κεφαλής της επιδιδυμίδας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υδατίδα]] του Μοργκάνι» ή «[[υδατίδα]] του όρχεως»<br /><b>ανατ.</b> η [[υδατίδα]] που [[είναι]] μια άμισχη μικρή [[απόφυση]] του άνω πόλου του όρχεως, [[υπόλειμμα]] του πόρου του Μύλερ<br />β) «[[υδατίδα]] της επιδιδυμίδας»<br /><b>ανατ.</b> μισχωτή [[απόφυση]] της κεφαλής της επιδιδυμίδας, [[υπόλειμμα]] του σώματος του Βολφ<br />γ) «[[υδατίδα]] [[κύστη]]»<br />(ιατρ.-μικρβλ.) η [[κύστη]] του εχινόκοκκου, προνυμφική [[φάση]] της εχινοκοκκίασης<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] νόσου που προσβάλλει τις οπλές του αλόγου<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]] στο [[χρώμα]] του νερού<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[σταγόνα]] νερού<br /><b>2.</b> [[λιπώδης]] [[ουσία]] που εμφανίζεται [[κάτω]] από το άνω [[βλέφαρο]] ως [[αποτέλεσμα]] οφθαλμικού νοσήματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[νόσημα]] του [[ήπατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[φλυκτίς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:18, 1 March 2024
Greek Monolingual
η / ὑδατίς, -ίδος, ΝΜΑ
φυσαλίδα γεμάτη νερό
νεοελλ.
1. ανατ. καθένα από τα δύο εμβρυϊκά υπολείμματα, από τα οποία το ένα βρίσκεται στο πρόσθιο άκρο του όρχεως και το άλλο στο πρόσθιο άκρο της κεφαλής της επιδιδυμίδας
2. φρ. α) «υδατίδα του Μοργκάνι» ή «υδατίδα του όρχεως»
ανατ. η υδατίδα που είναι μια άμισχη μικρή απόφυση του άνω πόλου του όρχεως, υπόλειμμα του πόρου του Μύλερ
β) «υδατίδα της επιδιδυμίδας»
ανατ. μισχωτή απόφυση της κεφαλής της επιδιδυμίδας, υπόλειμμα του σώματος του Βολφ
γ) «υδατίδα κύστη»
(ιατρ.-μικρβλ.) η κύστη του εχινόκοκκου, προνυμφική φάση της εχινοκοκκίασης
μσν.
1. είδος νόσου που προσβάλλει τις οπλές του αλόγου
2. πολύτιμος λίθος στο χρώμα του νερού
(μσν.-αρχ.)
1. σταγόνα νερού
2. λιπώδης ουσία που εμφανίζεται κάτω από το άνω βλέφαρο ως αποτέλεσμα οφθαλμικού νοσήματος
αρχ.
νόσημα του ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. φλυκτίς)].