λίμνασμα: Difference between revisions
From LSJ
(b) |
(23) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0048.png Seite 48]] τό, U. [[λιμνασμός]], ὁ, DER SUMPF, SP. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0048.png Seite 48]] τό, U. [[λιμνασμός]], ὁ, DER SUMPF, SP. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Μ [[λίμνασμα]] [[λιμνάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ακινησία]], [[στασιμότητα]] νερού, [[τελμάτωση]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[στάσιμο]] [[νερό]], [[τέναγος]], [[τέλμα]], [[έλος]] («τα λιμνάσματα της πεδιάδας»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αδράνεια]], [[απραξία]], [[έλλειψη]] δραστηριότητας<br /><b>μσν.</b><br />[[καθετί]] που βρίσκεται σε [[αφθονία]], άφθονη [[μερίδα]] («λιμνάσματα ευεργετημάτων», Κ. Μανασσ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:33, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 48] τό, U. λιμνασμός, ὁ, DER SUMPF, SP.
Greek Monolingual
το (Μ λίμνασμα λιμνάζω
νεοελλ.
1. ακινησία, στασιμότητα νερού, τελμάτωση
2. συνεκδ. στάσιμο νερό, τέναγος, τέλμα, έλος («τα λιμνάσματα της πεδιάδας»)
3. μτφ. αδράνεια, απραξία, έλλειψη δραστηριότητας
μσν.
καθετί που βρίσκεται σε αφθονία, άφθονη μερίδα («λιμνάσματα ευεργετημάτων», Κ. Μανασσ.).