ἅλαδε: Difference between revisions
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
m (LSJ1 replacement) |
m (elru replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=adverb of ἅλς, to or [[into]] the sea, Il., etc.; also, εἰς [[ἅλαδε]] Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:11, 21 March 2024
English (LSJ)
[ᾰλ], Adv., (ἅλς)
A to or into the sea, Il.1.308, Epicur.Fr.194, etc.; εἰς ἅλαδε Od.10.351.
II ἅλαδεμύσται, name of the second day of the Eleusinian mysteries, 16th Boedromion, Polyaen.3.11.2, cf. IG1.53a35, 2.385d20.
Spanish (DGE)
(ἅλᾰδε)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. hacia el mar, al mar, Il.1.308, εἰς ἅλαδε Od.10.351, τōν πυλōν <ι> ἅ. ἐ[χ] σελαύνοσιν οἱ μύσται de las puertas por las que los iniciados se abalanzan en dirección al mar, IG 13.84.35 (V a.C.), cf. 22.847.20 (III a.C.), en la frase Ἅλαδε μύσται usado como n. del 16 de Boedromión, segundo día de los misterios de Eleusis, Polyaen.3.11.2, Hsch.
German (Pape)
[Seite 88] zum Meere hin, in's Meer. Hom. u. folg. D.; εἰς ἅλαδε Od. 10, 351; – ἅλαδε μύσται der zweite Tag des Eleusinischen Festes, Polyaen. 3, 11, 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
et εἰς ἅλαδε;
à la mer, en mer avec mouv.
Étymologie: ἅλς¹, -δε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἅλαδε ἅλς adv., naar de zee; ook met prep.: εἰς ἅλαδε naar de zee Od. 10.351.
Russian (Dvoretsky)
ἅλᾰδε: тж. εἰς ἅλᾰδε (ᾰλ) (на вопрос «куда?») в море Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλᾰδε: [ᾰ], ἐπίρρ. (ἅλς) πρὸς ἢ εἰς τὴν θάλασσαν, Ἰλ. Α. 308, κτλ.· ὡσαύτως, εἰς ἅλαδε, Ὀδ. Κ.351 ΙΙ. «Ἅλαδε μύσται», τὸ ὄνομα τῆς δευτέρας ἡμέρας τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων, ἡ ἕκτη καὶ δεκάτη τοῦ Βοηδρομιῶνος, Πολύαιν. 3. 11, 2.
English (Autenrieth)
seaward, into the sea; with εἰς, Od. 10.351.
Greek Monolingual
ἅλαδε επίρρ. (Α)
προς τη θάλασσα, στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + επίρρ. κατάλ. -δε).
Greek Monotonic
ἅλᾰδε: [ᾰλ], επίρρ. του ἅλς, προς ή στην θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης εἰςἅλασε, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
adverb of ἅλς, to or into the sea, Il., etc.; also, εἰς ἅλαδε Od.