ἁλώνιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλώνιον]], το (AM)<br /><b>βλ.</b> [[αλώνι]].
|mltxt=αλώνι, το (AM [[ἁλώνιον]], Μ και ἁλώνιν)<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> [[επίπεδος]] [[κυκλικός]] [[χώρος]] στον αγρό, όπου γίνεται το [[αλώνισμα]] τών καρπών τών δημητριακών<br /><b>2.</b> η [[εποχή]] του αλωνίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χώρος]] του ελαιοτριβείου, όπου συνθλίβονται οι ελιές<br /><b>2.</b> [[επίπεδος]] [[χώρος]] όπου απλώνεται η [[σταφίδα]] και άλλοι καρποί για [[αποξήρανση]]<br /><b>3.</b> [[χώρος]] μικρής έκτασης<br /><b>4.</b> το [[φωτοστέφανο]] που περιβάλλει το [[πρόσωπο]] τών αγίων (<b>βλ.</b> και [[ἅλως]])<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τἄκαμε ἁλώνι», τά έκανε άνω-[[κάτω]]<br />«τον δέχτηκε σαν τη [[βροχή]] στ’ [[αλώνι]]», με [[ψυχρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλώνιον]] υποκορ. του [[ἅλων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <i>Ἁλώνιον</i> υποκορ. του αρχ. <b>μτγν.</b> ουσ. [[ἅλων]] -<i>ωνος</i>, η (= [[ἅλως]]) «[[αλώνι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλώνα]], [[αλωνάκι]], <i>αλωναριά</i>, [[αλωνάρικος]], [[αλωνάς]], [[αλωνιάρης]], [[αλωνιάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοδίχαλο]], [[αλωνότοπος]], <i>αλωνοχώραφο</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:26, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλώνιον Medium diacritics: ἁλώνιον Low diacritics: αλώνιον Capitals: ΑΛΩΝΙΟΝ
Transliteration A: halṓnion Transliteration B: halōnion Transliteration C: alonion Beta Code: a(lw/nion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἅλων, Gp.12.2.2, Hdn.Gr.2.763, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ου, τό
pequeña era Hdn.Gr.2.763, OStras.682.1 (II d.C.), BGU 740.5 (biz.), Gp.12.2.2, Gloss.2.521.

German (Pape)

[Seite 113] τό, dim. = ἅλων, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἅλων, Γεωπ. 12. 2, 2, καὶ Γραμμ.

Greek Monolingual

αλώνι, το (AM ἁλώνιον, Μ και ἁλώνιν)
(νεοελλ.-μσν.)
1. επίπεδος κυκλικός χώρος στον αγρό, όπου γίνεται το αλώνισμα τών καρπών τών δημητριακών
2. η εποχή του αλωνίσματος
νεοελλ.
1. χώρος του ελαιοτριβείου, όπου συνθλίβονται οι ελιές
2. επίπεδος χώρος όπου απλώνεται η σταφίδα και άλλοι καρποί για αποξήρανση
3. χώρος μικρής έκτασης
4. το φωτοστέφανο που περιβάλλει το πρόσωπο τών αγίων (βλ. και ἅλως)
5. φρ. «τἄκαμε ἁλώνι», τά έκανε άνω-κάτω
«τον δέχτηκε σαν τη βροχή στ’ αλώνι», με ψυχρότητα
αρχ.
ἁλώνιον υποκορ. του ἅλων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ἁλώνιον υποκορ. του αρχ. μτγν. ουσ. ἅλων -ωνος, η (= ἅλως) «αλώνι».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλώνα, αλωνάκι, αλωναριά, αλωνάρικος, αλωνάς, αλωνιάρης, αλωνιάτης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοδίχαλο, αλωνότοπος, αλωνοχώραφο].