καταθεματίζω: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1349.png Seite 1349]] = [[καταναθεματίζω]], N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1349.png Seite 1349]] = [[καταναθεματίζω]], [[NT|N.T.]] | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:30, 23 November 2023
English (LSJ)
= ἀναθεματίζω, Ev.Matt.26.74.
German (Pape)
[Seite 1349] = καταναθεματίζω, N.T.
French (Bailly abrégé)
c. καταναθεματίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταθεματίζω [κατάθεμα] vloeken.
Russian (Dvoretsky)
καταθεματίζω: клясться (κ. καὶ ὀμνύειν NT).
English (Thayer)
(καταναθεματίζω) (κατανάθεμα, which see); equivalent to καταθεματίζω (q v.) (Justin Martyr, dialog contra Trypho,
c. 47, and other ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
καταθεματίζω (Α) κατάθεμα
αναθεματίζω.
Greek Monotonic
καταθεματίζω: = ἀναθεματίζω, καταριέμαι, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
καταθεματίζω: ἀναθεματίζω, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν κριτικῶν ἐκδόσ. τῆς Καιν. Διαθ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 74, Ἀποκάλ. κβ', 3, ἀντὶ καταναθεματίζω·-καταθεματισμός, οῦ, ὁ, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀποκρ. πρὸς Ὀρθοδ. 121, ἔνθα ὡσαύτως ὁρίζεται τὸ κατάθεμα, ὡς σημαῖνον τὸ συνθέσθαι τοῖς ἀναθεματίζουσιν.
Middle Liddell
= ἀναθεματίζω
to curse, NTest.
Chinese
原文音譯:katanaqemat⋯zw 卡特-安那-帖馬提索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-向上-安置的
字義溯源:發咒;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀναθεματίζω)=宣告,起誓)組成;其中 (ἀναθεματίζω)出自(ἀνάθεμα)=被革除,受咒詛), (ἀνάθεμα)出自(ἀνατίθημι)=宣布),而 (ἀνατίθημι)又由(ἀνά)*=上)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。
同義字:1) (ἀναθεματίζω)宣告,起誓 2) (κατάθεμα / κατανάθεμα)咒詛 3) (καταθεματίζω / καταναθεματίζω)發咒 4) (καταράομαι)咒罵
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 發咒(1) 太26:74