βληχώ: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦς (ἡ) :<br /><b>1</b> pouliot, <i>plante</i>;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[ἐφήβαιον]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
|btext=οῦς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[pouliot]], <i>plante</i>;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[ἐφήβαιον]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βληχώ]] -οῦς, ἡ, Ion. γληχώ -οῦς, Dor. γλᾱχώ [[βλήχων]] polei (plant); overdr., seks. van schaamhaar. κομψότατα τὴν [[βληχώ]] γε παρατετιλμένη haar grasveldje is netjes getrimd Aristoph. Lys. 89.
|elnltext=[[βληχώ]] -οῦς, ἡ, Ion. γληχώ -οῦς, Dor. γλᾱχώ [[βλήχων]] [[polei]] (plant); overdr., seks. van schaamhaar. κομψότατα τὴν [[βληχώ]] γε παρατετιλμένη haar grasveldje is netjes getrimd Aristoph. Lys. 89.
}}
{{grml
|mltxt=[[βληχώνι]] το και [[βληχούνι]] και [[γληχώνι]] (AM [[βλήχων]], η, Α και [[βληχώ]], βληχοῦς, η και [[γλήχων]], -ωνος και [[γληχώ]], γληχοῦς, ιων. τ. και [[γλάχων]], γλάχωνος και [[γλαχώ]], γλαχοῦς δωρ. τ., Μ και [[βλήχων]], βλήχωνος, ο)<br />το [[φυτό]] [[ηδύοσμος]] ο [[γλήχων]] ([[Mentha pulegium]]), το [[φλησκούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br />πιθ. δάνεια λ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[βλήχων]] με το [[βληχώμαι]] (βληχάομαι) οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]. Το <i>βληχώ</i> [[είναι]] [[παράλληλος]] τ. με το [[βλήχων]], ενώ ο τ. [[γλήχων]] <span style="color: red;"><</span> [[βλήχων]], με ανομοιωτική [[αποβολή]] του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>w</sup> ([[πρβλ]]. [[βλέπω]]: [[γλέπω]], [[βλέφαρον]]: [[γλέφαρον]] και μυκηναϊκό <i>Karako</i> «[[γλήχων]]»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. [[βληχώνι]] και <i>βληχούνι</i> <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> [[βληχώνιον]], υποκορ. του αρχ. [[βλήχων]].
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx====[[Mentha pulegium]]===
|trtx====[[Mentha pulegium]]===
Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: [[Polei]], [[Poleiminze]], [[Polei-Minze]], [[Flohkraut]]; Greek: [[φλησκούνι]]; Ancient Greek: [[ἄλβολον]], [[ἀνακτητικόν]], [[ἀρσενάκανθον]], [[βλησκούνιον]], [[βλῆχρος]], [[βληχώ]], [[βλήχων]], [[βληχώνιον]], [[γλάχων]], [[γλήχων]]; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: [[pulegium]]; Persian: پونه‎, رافونه‎; Russian: [[мята болотная]], [[мята блошница]]; Spanish: [[poleo]]; Turkish: yarpuz
Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: [[pennyroyal]]; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: [[Polei]], [[Poleiminze]], [[Polei-Minze]], [[Flohkraut]]; Greek: [[φλησκούνι]]; Ancient Greek: [[ἄλβολον]], [[ἀνακτητικόν]], [[ἀρσενάκανθον]], [[βλησκούνιον]], [[βλῆχρος]], [[βληχώ]], [[βλήχων]], [[βληχώνιον]], [[γλάχων]], [[γλήχων]]; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: [[puleium]], [[pulegium]]; Persian: پونه‎, رافونه‎; Russian: [[мята болотная]], [[мята блошница]]; Spanish: [[poleo]]; Turkish: yarpuz
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 16 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βληχώ Medium diacritics: βληχώ Low diacritics: βληχώ Capitals: ΒΛΗΧΩ
Transliteration A: blēchṓ Transliteration B: blēchō Transliteration C: vlicho Beta Code: blhxw/

English (LSJ)

-οῦς, ἡ, v. βλήχων.

Spanish (DGE)

v. βλήχων.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
1 pouliot, plante;
2 c. ἐφήβαιον.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

German (Pape)

βλήχων.

Russian (Dvoretsky)

βληχώ: οῦς ἡ Arph. = γλήχων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βληχώ -οῦς, ἡ, Ion. γληχώ -οῦς, Dor. γλᾱχώ βλήχων polei (plant); overdr., seks. van schaamhaar. κομψότατα τὴν βληχώ γε παρατετιλμένη haar grasveldje is netjes getrimd Aristoph. Lys. 89.

Greek Monolingual

βληχώνι το και βληχούνι και γληχώνι (AM βλήχων, η, Α και βληχώ, βληχοῦς, η και γλήχων, -ωνος και γληχώ, γληχοῦς, ιων. τ. και γλάχων, γλάχωνος και γλαχώ, γλαχοῦς δωρ. τ., Μ και βλήχων, βλήχωνος, ο)
το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων (Mentha pulegium), το φλησκούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
πιθ. δάνεια λ. Η σύνδεση της λ. βλήχων με το βληχώμαι (βληχάομαι) οφείλεται σε παρετυμολογία. Το βληχώ είναι παράλληλος τ. με το βλήχων, ενώ ο τ. γλήχων < βλήχων, με ανομοιωτική αποβολή του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου gw (πρβλ. βλέπω: γλέπω, βλέφαρον: γλέφαρον και μυκηναϊκό Karako «γλήχων»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. βληχώνι και βληχούνι < μτγν. βληχώνιον, υποκορ. του αρχ. βλήχων.

Translations

Mentha pulegium

Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: pennyroyal; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: Polei, Poleiminze, Polei-Minze, Flohkraut; Greek: φλησκούνι; Ancient Greek: ἄλβολον, ἀνακτητικόν, ἀρσενάκανθον, βλησκούνιον, βλῆχρος, βληχώ, βλήχων, βληχώνιον, γλάχων, γλήχων; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: puleium, pulegium; Persian: پونه‎, رافونه‎; Russian: мята болотная, мята блошница; Spanish: poleo; Turkish: yarpuz