ἀπᾴδω: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (Text replacement - "usos fig" to "usos fig") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apado | |Transliteration C=apado | ||
|Beta Code=a)pa/|dw | |Beta Code=a)pa/|dw | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. -ᾴσομαι Pl.''Ti.''26d:—[[sing out of tune]], ὅλῃ ἁρμονίᾳ Id.''Lg.''802e; ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.''Pr.''919b23: abs., Pl.''Hp.Mi.''374c, D.Chr. 13.20, etc.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[dissent]], ἀπ' ἀλλήλων Pl.''Lg.''662b; πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.''Lyc.''27: c. gen., ἐθῶν Luc.''Anach.''6; to [[be at variance with]], τῆς ἀληθείας Ph.1.235; [[fall short of]], τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero ''Bel.''112.16.<br><span class="bld">2</span> [[wander away]], πολὺ ἀπῇσας ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.''Hp.Ma.''292c.<br><span class="bld">3</span> in part., [[unbefitting]], ἀπᾴδοντα τῷ θεῷ ἐγκώμια Jul.''Or.''4.132b; τῷ πράγματι Lib.''Or.''10.34; ξένον καὶ ἀπᾷδον τὸ ῥῆμα Porph.''Chr.''69. | |Definition=<span class="bld">A</span> fut. -ᾴσομαι Pl.''Ti.''26d:—[[sing out of tune]], ὅλῃ ἁρμονίᾳ Id.''Lg.''802e; ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.''Pr.''919b23: abs., Pl.''Hp.Mi.''374c, D.Chr. 13.20, etc.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[dissent]], ἀπ' ἀλλήλων [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''662b; πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.''Lyc.''27: c. gen., ἐθῶν Luc.''Anach.''6; to [[be at variance with]], τῆς ἀληθείας Ph.1.235; [[fall short of]], τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero ''Bel.''112.16.<br><span class="bld">2</span> [[wander away]], πολὺ ἀπῇσας ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.''Hp.Ma.''292c.<br><span class="bld">3</span> in part., [[unbefitting]], ἀπᾴδοντα τῷ θεῷ ἐγκώμια Jul.''Or.''4.132b; τῷ πράγματι Lib.''Or.''10.34; ξένον καὶ ἀπᾷδον τὸ ῥῆμα Porph.''Chr.''69. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to [[sing]] out of [[tune]], be out of [[tune]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to [[dissent]], ἀπ' [[ἀλλήλων]] Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[wander]] [[away]], ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:39, 23 March 2024
English (LSJ)
A fut. -ᾴσομαι Pl.Ti.26d:—sing out of tune, ὅλῃ ἁρμονίᾳ Id.Lg.802e; ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.Pr.919b23: abs., Pl.Hp.Mi.374c, D.Chr. 13.20, etc.
II metaph., dissent, ἀπ' ἀλλήλων Pl.Lg.662b; πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.Lyc.27: c. gen., ἐθῶν Luc.Anach.6; to be at variance with, τῆς ἀληθείας Ph.1.235; fall short of, τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero Bel.112.16.
2 wander away, πολὺ ἀπῇσας ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.Hp.Ma.292c.
3 in part., unbefitting, ἀπᾴδοντα τῷ θεῷ ἐγκώμια Jul.Or.4.132b; τῷ πράγματι Lib.Or.10.34; ξένον καὶ ἀπᾷδον τὸ ῥῆμα Porph.Chr.69.
Spanish (DGE)
I desafinar ref. al canto, Pl.Lg.802e, ἐπὶ τὸ ὀξύ Arist.Pr.919b23
•abs. del sonido, Pl.Hp.Mi.374c, de cantores, D.Chr.13.20, de una cantante, Aristaenet.1.10.100.
II usos fig.
1 disentir, estar en desacuerdo ἀπ' ἀλλήλων Pl.Lg.662b, οὐκ ἀπᾳσόμεθα λέγοντες Pl.Ti.26d, πρὸς τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν Plu.Lyc.27
•c. gen. ἐθῶν Luc.Anach.6, τῆς ἀληθείας Ph.1.235, Clem.Al.Prot.10.98.3.
2 desviarse de ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Pl.Hp.Ma.292c.
3 ser insuficiente, quedarse corto con respecto a τῆς διὰ τῶν νεύρων ἰσχύος Hero Bel.112.6
•ser inadecuado τῷ θεῷ τὰ ἐγκώμια Iul.Or.11.132b, τῷ πράγματι Lib.Or.10.34, ξένον καὶ ἀπᾷδον ῥῆμα Porph.Chr.69.
German (Pape)
[Seite 274] im Gesang abweichen, τῇ ἁρμονίᾳ, nicht zusammenklingen, Plat. Legg. VII, 802 e; mißhellig sein, abweichen, ἀπ' ἀλλήλων II, 662 b; ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Hipp. mai. 292 c; πρός τι Plut. Lyc. 27; ὡς μὴ ἀπᾴδειν θάτερον θατέρου Luc. Pisc. 6; Plut. reip. ger. praec. p. 165 τοὺς ἄλλως ἀπᾴδοντας ἐς τὸ ἐμμελὲς ἄγειν.
French (Bailly abrégé)
chanter faux ; fig. être en désaccord : πρός τι PLUT avec qch.
Étymologie: ἀπό, ᾄδω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾴδω:
1 петь или звучать не в тон, фальшивить Plat., Arst., Plut.;
2 отступать, отклоняться (ἀπό τινος Plat., πρός τι Plut. и τινός Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾴδω: μέλλ. - ᾄσομαι, Πλάτ. Τίμ. 26D: - ᾄδω παραφώνως, διατελῶ ἐν παραφωνίᾳ, δεινόν γὰρ ὅλῃ τῇ ἀρμονίᾳ ἀπᾴδειν ὁ αὐτ. Νόμ. 802Ε, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 21· ἀπολ., Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 374C. ΙΙ. μεταφ. διαφωνῶ, διαφέρω, ἀπ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. Νόμ. 662Β· πρός τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 27· μετὰ γεν., ἐθῶν Λουκ. Ἀνάχ. 6. 2) ἀπομακρύνομαι, ἀποπλανῶμαι, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C. - Ἐντεῦθεν ἐπίρρ. ἀπᾳδόντως, ἀκαταλλήλως, ἀσυμφώνως, Πλωτῖν. 3. 4, 5.
Greek Monolingual
(Α ἀπᾴδω)
νεοελλ.
δεν ταιριάζω, δεν αρμόζω («η συμπεριφορά του απάδει προς το αξίωμα του»
αρχ.
1. τραγουδώ παράφωνα
2. μτφ. α) διαφωνώ
β) απομακρύνομαι, ξεφεύγω από το θέμα.
Greek Monotonic
ἀπᾴδω: μέλ. -ᾴσομαι,
I. τραγουδώ παράφωνα, είμαι εκτός μουσικού τόνου, της κλίμακας, σε Πλάτ.
II. μεταφ.,
1. διαφωνώ, διαφέρω, ἀπ' ἀλλήλων, στον ίδ.
2. απομακρύνομαι, αποπλανώμαι, παροδηγούμαι, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος, στον ίδ.
Middle Liddell
I. to sing out of tune, be out of tune, Plat.
II. metaph. to dissent, ἀπ' ἀλλήλων Plat.
2. to wander away, ἀπὸ τοῦ ἐρωτήματος Plat.