ἀλλοτρίωσις: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
mNo edit summary
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tag: Manual revert
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=allotriosis
|Transliteration C=allotriosis
|Beta Code=a)llotri/wsis
|Beta Code=a)llotri/wsis
|Definition=ἀλλοτριώσεως, ἡ, [[estrangement]], Phld.''D.''3''Fr.''1; [[aversion]], πρὸς πόνον Gal.5.459; [[τινός]] [[from]] one, App.''BC''5.78; τινὸς εἴς τινα 3.13; opp. [[οἰκείωσις]], Porph.''Abst.''3.19; τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἀ. Th.1.35:—Medic., [[loss of substance]], [[mortification]], Aët.13.3.
|Definition=ἀλλοτριώσεως, ἡ, [[estrangement]], Phld.''D.''3''Fr.''1; [[aversion]], πρὸς πόνον Gal.5.459; τινός [[from]] one, App.''BC''5.78; τινὸς εἴς τινα 3.13; opp. [[οἰκείωσις]], Porph.''Abst.''3.19; τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἀ. Th.1.35:—Medic., [[loss of substance]], [[mortification]], Aët.13.3.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀλλοτριόω]]<br />[[estrangement]], τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἀλλ. its [[estrangement]], its [[loss]], Thuc.
|mdlsjtxt=[from [[ἀλλοτριόω]]<br />[[estrangement]], τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἀλλ. its [[estrangement]], its [[loss]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[alienatio]]'', [[estrangement]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.35.5/ 1.35.5].
}}
}}

Latest revision as of 13:47, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοτρίωσις Medium diacritics: ἀλλοτρίωσις Low diacritics: αλλοτρίωσις Capitals: ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΙΣ
Transliteration A: allotríōsis Transliteration B: allotriōsis Transliteration C: allotriosis Beta Code: a)llotri/wsis

English (LSJ)

ἀλλοτριώσεως, ἡ, estrangement, Phld.D.3Fr.1; aversion, πρὸς πόνον Gal.5.459; τινός from one, App.BC5.78; τινὸς εἴς τινα 3.13; opp. οἰκείωσις, Porph.Abst.3.19; τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἀ. Th.1.35:—Medic., loss of substance, mortification, Aët.13.3.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1c. gen. de cosa rechazo, no aceptación, renuncia τῆς ξυμμαχίας διδομένης οὐχ ὁμοία ἡ ἀ. Th.1.35
en lit. crist. τῶν περισπασμῶν Basil.M.31.920C, τῶν κακῶν Gr.Nyss.Hom.in Cant.28.23, cf. ἀπὸ τῆς ζωῆς Basil.M.29.612C.
2 en fil. heleníst. rechazo, repulsión, repugnancia natural, op. οἰκείωσις: μίαν οἰκείωσιν εἶναι φύσει πρὸς ἡδονὴν ἢ ἀλλοτρίωσιν πρὸς πόνον Chrysipp.Stoic.3.54.30, cf. Gal.5.459, πρὸς αὐτάς (τὰς ἡδονάς) Ph.1.267, οἰκειώσεως πάσης καὶ ἀ. ἀρχὴ τὸ αἰσθάνεσθαι Porph.Abst.3.19.
3 hostilidad, aversión c. εἰς: ἐς τὸν Καίσαρα ἀλλοτρίωσιν App.BC 3.13, μὴ ... ἐς φανερὰν αὐτοὺς ἀλλοτρίωσιν προαγάγῃ D.C.40.21
c. gen. obj. Ρομπήιος ... ἐς ἀλλοτρίωσιν ὑπήγετο τοῦ Μηνοδώρου App.BC 5.78, ἡ δὲ ἀ. τοῦ κοινοῦ γένους ἀδικίαν ἐμποιεῖ Iambl.VP 168, Poll.3.64.
4 separación, desvío del marido ἡ ψυχὴ ... εἰς ἀλλοτρίωσιν ἐθίζεται de la mujer adúltera, Ph.2.201
abandono, desvío esp. de Dios c. gen. obj. ἁμαρτία ἐστιν ἡ τοῦ θεοῦ ἀ. en la definición de ‘pecado’, Gr.Nyss.Ref.Eun.385.25, cf. Basil.M.30.589B
abs. μὴ γενηθῇς μοι ἐς ἀλλοτρίωσιν LXX Ie.17.17.
II 1tendencia foránea o extranjerizante ἐκαθάρισα αὐτοὺς ἀπὸ πάσης ἀ. LXX 2Es.23.30.
2 heterogeneidad, diferencia op. ταὐτότης Chrys.M.59.93, ἀ. τῆς φύσεως Basil.M.29.661A
3 alteración, deterioro τῆς κατὰ φύσιν μορφῆς ἀ. Gr.Nyss.Maced.102.9
medic. desvitalización τὸν τῆς ἀ. κίνδυνον Aët.13.3.
III de propiedades enajenación, venta, BGU 464.1 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, Entfremdung, a) Veräußerung an Fremde, Thuc. 1, 35, Schol. στέρησις. – b) Abneigung, πρός τινα, App. B. C. 3, 13 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 hostilité ; εἴς τινα, à l'égard de qqn;
2 séparation.
Étymologie: ἀλλοτριόω.

Greek Monotonic

ἀλλοτρίωσις: -εως, ἡ, αποξένωση, αλλοτρίωση, τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἄλλ., η απώλειά της, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλοτρίωσις: εως ἡ отчуждение или отпадение Thuc.

Middle Liddell

[from ἀλλοτριόω
estrangement, τῆς ξυμμαχίας οὐχ ὁμοία ἡ ἀλλ. its estrangement, its loss, Thuc.

Lexicon Thucydideum

alienatio, estrangement, 1.35.5.