ἀμετάστατος: Difference between revisions
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[unchanging]] | |woodrun=[[unchanging]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[unchangeable]]=== | |||
Bulgarian: неизменяем, неизменен; Greek: [[αμετάβλητος]]; Ancient Greek: [[ἀμετάβλητος]], [[ἀμετάθετος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀμετάπτωτος]], [[ἀμετάστατος]], [[ἀνάλλακτος]], [[ἀναλλοίωτος]], [[ἀνεξάλλακτος]], [[ἀνετεροίωτος]], [[ἀπαράβατος]], [[ἀπαράλλακτος]], [[ἄπθιτος]], [[ἄτρεπτος]], [[ἄτροπος]], [[ἄφθιτος]]; Italian: [[immutabile]], [[inalterabile]]; Persian: دگرناپذیر; Plautdietsch: onve'endalich | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 19 February 2024
English (LSJ)
ἀμετάστατον, unchangeable, unchanging, ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου Pl.R. 361c; of ideas, ib.378e; τὸ ἀμετάστατον = uniformity, Plu.2.135b. Adv. ἀμεταστάτως = stably, solidly Procl.in Ti.3.22D., etc.
Spanish (DGE)
-ον
I 1fil. estable, que no cambia, inmutable ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου Pl.R.361c, de las ideas ἀμετάστατα φιλεῖ γίγνεσθαι Pl.R.378e, εἱμαρμένη ἀ. καὶ ἀμετάθετος Plu.2.675b, διαφορά Ptol.Iudic.11.17, ἀρετή Asp.in EN 38.33, μόνιμον βέβαιον, στάσιμον, ἀ. Poll.5.169, cf. 6.116, ἡ δ' (sc. μετουσία) ἀμετάστατος ἐνίδρυται ταῖς ψυχαῖς la otra (la participación) está establecida en las almas de manera inmutable Iambl.Myst.1.5, τάξις Procl.in Euc.90.23, ἡ μόνιμος ... καὶ ἀ. καὶ ἀκλινὴς ἰδέα τῆς γῆς Procl.in Ti.2.45.
2 que no puede ser eliminado gram. inamovible (ἄρθρον) κλιθὲν ἀμετάστατόν ἐστι τῆς συντάξεως si se declina (el grupo de artículo + inf.) no es eliminable en la construcción A.D.Synt.34.8.
3 subst. τὸ ἀμετάστατον = uniformidad τὸ ἀ. τοῦτο ... ἐν τροφαῖς καὶ ἀποχαῖς Plu.2.135b.
II adv. ἀμεταστάτως = inmutable, estable, firmemente Procl.in Ti.3.21.10, 22.15.
German (Pape)
[Seite 122] nicht umgestellt, Plat. Rep. II, 361e nicht wegzubringen, 378 e mit δυσέκνιπτος vrbdn; Plut. neben ἀμετάθετος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne peut déplacer, stable ; τὸ ἀμετάστατον la stabilité, l'uniformité.
Étymologie: ἀ, μεθίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετάστᾰτος: незыблемый, неизменный, постоянный (μέχρι θανάτου Plat.; εἱμαρμένη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάστατος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεταστήσῃ, νὰ μετακινήσῃ εἰς ἄλλο μέρος, ἀμετάβλητος, ὡς τὸ ἀμετάθετος, Πλάτ. Πολ. 361C: τὸ ἀμετάστατον = τὸ ὁμοιόμορφον, Πλούτ. 2. 135Β. - Ἐπίρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 858, κτλ. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκβάλῃ ἐκ τοῦ μέσου, νὰ ἐξαφανίσῃ, Πλάτ. Πολ. 378Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετάστατος, -ον) μεθίστημι
αυτός που δεν μετατέθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατεθεί, αμετάθετος, αναλλοίωτος, αμετάβλητος
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον εξαλείψει, να τον εξαφανίσει
2. το ουδ. ως ουσ. το ἀμετάστατον
συμμόρφωση προς κάποιο πρότυπο, κανονικότητα, σταθερότητα, ομοιομορφία.
Greek Monotonic
ἀμετάστᾰτος: -ον (μεθίστημι),
1. αυτός που δεν μετακινείται, ακίνητος, στάσιμος, αμετάβλητος, σε Πλάτ.
2. αυτός που δεν γίνεται να εξαφανισθεί ή να εξαλειφθεί, στον ίδ.
Middle Liddell
μεθίστημι
1. not to be transposed, unchangeable, unchanging, Plat.
2. not to be got rid of or put away, Plat.
English (Woodhouse)
Translations
unchangeable
Bulgarian: неизменяем, неизменен; Greek: αμετάβλητος; Ancient Greek: ἀμετάβλητος, ἀμετάθετος, ἀμετάπειστος, ἀμετάπτωτος, ἀμετάστατος, ἀνάλλακτος, ἀναλλοίωτος, ἀνεξάλλακτος, ἀνετεροίωτος, ἀπαράβατος, ἀπαράλλακτος, ἄπθιτος, ἄτρεπτος, ἄτροπος, ἄφθιτος; Italian: immutabile, inalterabile; Persian: دگرناپذیر; Plautdietsch: onve'endalich