περιπαθής: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(13_5) |
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peripathis | |Transliteration C=peripathis | ||
|Beta Code=peripaqh/s | |Beta Code=peripaqh/s | ||
|Definition= | |Definition=περιπαθές,<br><span class="bld">A</span> [[deeply moved]], τῇ συμφορᾷ Plb.1.81.1; ἔρωτι Plu.''Art.''27; χαρᾷ καὶ δέει J.''AJ''15.2.7; <b class="b3">π. τοῖς ὄψοις</b> [[eager]] for... Phan.Hist.13; <b class="b3">π. ταῖς ψυχαῖς</b> in spirit, Plb.4.54.3: abs., Plu.''Cim.''8.<br><span class="bld">2</span> [[passionate]], ῥήτορες Longin.8.3; <b class="b3">σὺν οἰμωγῇ π.</b> Luc.''Hist.Conscr.''26: Comp., ἑταίρα τῶν ἐν τοῖς μίμοις περιπαθεστέρα Ael.''Fr.''123: Sup., <b class="b3">ὅρκος περιπαθέστατος</b> Sch.Par.A.R.2.257. Adv. [[περιπαθῶς]] [[LXX]] ''4 Ma.''8.2, Luc.''Tim.''46; ἐπιδραμεῖν Ael.''NA''9.8: Comp. περιπαθέστερον, λέγειν Plu.2.456a.<br><span class="bld">3</span> [[pathetic]], [[heartrending]], D.C.40.41; λόγος Id.76.9 (Sup.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0586.png Seite 586]] ές, in heftiger Leidenschaft, Gemüthsbewegung, leidenschaftlich, heftig aufgeregt (zornig, traurig, gerührt); περιπαθεῖς ἐγένοντο ταῖς ψυχαῖς, Pol. 4, 54, 3; τῇ συμφορᾷ, 1, 81, 1; Sp.; – adv., Luc. Tim. 46, Plut. non posse 11 u. öfter; περιπαθὴς ὢν τοῖς ὄψοις, Ath. I, 6 e. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0586.png Seite 586]] ές, in heftiger Leidenschaft, Gemüthsbewegung, leidenschaftlich, heftig aufgeregt (zornig, traurig, gerührt); περιπαθεῖς ἐγένοντο ταῖς ψυχαῖς, Pol. 4, 54, 3; τῇ συμφορᾷ, 1, 81, 1; Sp.; – adv., Luc. Tim. 46, Plut. non posse 11 u. öfter; περιπαθὴς ὢν τοῖς ὄψοις, Ath. I, 6 e. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[qui est vivement affecté de]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πάθος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιπαθής -ές [[[περί]], [[πάθος]]] zeer aangedaan. gepassioneerd. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιπᾰθής:''' [[весьма расстроенный]], [[взволнованный]], [[огорченный]] (τῇ συμφορᾷ Polyb.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[πάθος]], αυτός του οποίου τα [[λόγια]] ή οι ενέργειες φανερώνουν έντονα συναισθήματα (α. «περιπαθή [[λόγια]]» β. «σὺν οἰμωγῇ περιπαθεῖ», <b>Λουκιαν.</b><br />γ. «[[ὅρκος]] περιπαθέστατος», Απολλ.Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άπληστος]], [[λαίμαργος]] («περιπαθὴς ὢν τοῖς ὄψοις», Φανίας)<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει έντονα συναισθήματα («περιπαθέστατος [[λόγος]]», Δίων Κάσσ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[περιπαθώς]] / <i>περιπαθῶς</i> ΝΜΑ<br />με [[πάθος]], με τρόπο που φανερώνει έντονη συναισθηματική [[φόρτιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]]. [[συμπαθής]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιπᾰθής:''' -ές ([[παθεῖν]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται σε σφοδρή [[έξαψη]], ο φοβερά [[λυπημένος]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., ο [[γεμάτος]] [[πάθος]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-θῶς</i>, στον ίδ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιπᾰθής''': -ές, ὁ ἐν σφοδρᾷ συγκινήσει καὶ ψυχικῇ ταραχῇ διατελῶν, [[μεγάλως]] τεθλιμμένος, τινι, διά τι, [[πρός]] τι, ἕνεκά τινος, Πολύβ. 1. 81, 1, κτλ., πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 130C· περιπαθὴς ὢν τοῖς ὅψοις, περιπαθῶς ἀγαπῶν νὰ καλοτρώγῃ, Ἀθήν. 6Ε· οὕτω περιπαθεῖς ἐγένοντο ταῖς ψυχαῖς, [[ὥστε]].., εἰς τοιοῦτον βαθμὸν κατεθλίβη ἡ [[ψυχή]] των, [[ὥστε]].., Πολύβ. 4. 54, 3. 2) ἀπολ., [[πλήρης]] πάθους, ῥήτορες Λογγῖν. 8· σὺν οἰμωγῇ π. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26. - Ἐπίρρ. -θῶς, Λουκ. Τίμ. 46, κτλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=περι-πᾰθής, ές [[παθεῖν]]<br /><b class="num">1.</b> in [[violent]] [[excitement]], [[greatly]] distressed, Polyb.<br /><b class="num">2.</b> absol. [[passionate]], Luc.:— adv. -θῶς, Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:01, 5 November 2024
English (LSJ)
περιπαθές,
A deeply moved, τῇ συμφορᾷ Plb.1.81.1; ἔρωτι Plu.Art.27; χαρᾷ καὶ δέει J.AJ15.2.7; π. τοῖς ὄψοις eager for... Phan.Hist.13; π. ταῖς ψυχαῖς in spirit, Plb.4.54.3: abs., Plu.Cim.8.
2 passionate, ῥήτορες Longin.8.3; σὺν οἰμωγῇ π. Luc.Hist.Conscr.26: Comp., ἑταίρα τῶν ἐν τοῖς μίμοις περιπαθεστέρα Ael.Fr.123: Sup., ὅρκος περιπαθέστατος Sch.Par.A.R.2.257. Adv. περιπαθῶς LXX 4 Ma.8.2, Luc.Tim.46; ἐπιδραμεῖν Ael.NA9.8: Comp. περιπαθέστερον, λέγειν Plu.2.456a.
3 pathetic, heartrending, D.C.40.41; λόγος Id.76.9 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 586] ές, in heftiger Leidenschaft, Gemüthsbewegung, leidenschaftlich, heftig aufgeregt (zornig, traurig, gerührt); περιπαθεῖς ἐγένοντο ταῖς ψυχαῖς, Pol. 4, 54, 3; τῇ συμφορᾷ, 1, 81, 1; Sp.; – adv., Luc. Tim. 46, Plut. non posse 11 u. öfter; περιπαθὴς ὢν τοῖς ὄψοις, Ath. I, 6 e.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est vivement affecté de, τινι.
Étymologie: περί, πάθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπαθής -ές [περί, πάθος] zeer aangedaan. gepassioneerd.
Russian (Dvoretsky)
περιπᾰθής: весьма расстроенный, взволнованный, огорченный (τῇ συμφορᾷ Polyb.).
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. γεμάτος πάθος, αυτός του οποίου τα λόγια ή οι ενέργειες φανερώνουν έντονα συναισθήματα (α. «περιπαθή λόγια» β. «σὺν οἰμωγῇ περιπαθεῖ», Λουκιαν.
γ. «ὅρκος περιπαθέστατος», Απολλ.Ρόδ.)
αρχ.
1. άπληστος, λαίμαργος («περιπαθὴς ὢν τοῖς ὄψοις», Φανίας)
2. αυτός που διεγείρει έντονα συναισθήματα («περιπαθέστατος λόγος», Δίων Κάσσ.).
επίρρ...
περιπαθώς / περιπαθῶς ΝΜΑ
με πάθος, με τρόπο που φανερώνει έντονη συναισθηματική φόρτιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -παθής (< πάθος), πρβλ. συμπαθής].
Greek Monotonic
περιπᾰθής: -ές (παθεῖν),·
1. αυτός που βρίσκεται σε σφοδρή έξαψη, ο φοβερά λυπημένος, σε Πολύβ.
2. απόλ., ο γεμάτος πάθος, σε Λουκ.· επίρρ. -θῶς, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
περιπᾰθής: -ές, ὁ ἐν σφοδρᾷ συγκινήσει καὶ ψυχικῇ ταραχῇ διατελῶν, μεγάλως τεθλιμμένος, τινι, διά τι, πρός τι, ἕνεκά τινος, Πολύβ. 1. 81, 1, κτλ., πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 130C· περιπαθὴς ὢν τοῖς ὅψοις, περιπαθῶς ἀγαπῶν νὰ καλοτρώγῃ, Ἀθήν. 6Ε· οὕτω περιπαθεῖς ἐγένοντο ταῖς ψυχαῖς, ὥστε.., εἰς τοιοῦτον βαθμὸν κατεθλίβη ἡ ψυχή των, ὥστε.., Πολύβ. 4. 54, 3. 2) ἀπολ., πλήρης πάθους, ῥήτορες Λογγῖν. 8· σὺν οἰμωγῇ π. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26. - Ἐπίρρ. -θῶς, Λουκ. Τίμ. 46, κτλ.
Middle Liddell
περι-πᾰθής, ές παθεῖν
1. in violent excitement, greatly distressed, Polyb.
2. absol. passionate, Luc.:— adv. -θῶς, Luc.