λαχμός: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(13_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lachmos | |Transliteration C=lachmos | ||
|Beta Code=laxmo/s | |Beta Code=laxmo/s | ||
|Definition=(A), ὁ, < | |Definition=(A), ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[λάχος]], Sch.Theoc.8.30, Eust.1521.48.<br /><br />(B), ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[λακτισμός]], Antim.54.<br /><br />(C), ὁ, [[varia lectio|v.l.]] for [[λάχνος]] (A) in Od.9.445, cf. Eust.1638.39, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0020.png Seite 20]] ὁ, von [[λαγχάνω]], das Loosen, oft bei Schol. u. Sp., wie Ios. – Bei Hom. Od. 9, 445 ἀρνειὸς λαχμῷ στεινόμενος s. L, für [[λάχνος]]. ὁ, von [[λάζω]], [[λάγδην]], = [[λακτισμός]], VLL. aus Antimach. fr. 64. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0020.png Seite 20]] ὁ, von [[λαγχάνω]], das Loosen, oft bei Schol. u. Sp., wie Ios. – Bei Hom. Od. 9, 445 ἀρνειὸς λαχμῷ στεινόμενος s. L, für [[λάχνος]]. ὁ, von [[λάζω]], [[λάγδην]], = [[λακτισμός]], VLL. aus Antimach. fr. 64. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λαχμός''': ὁ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ [[λάχνος]] ἐν Ὀδ. Ι. 445. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λαχμός]], ὁ (Μ)<br />[[μερίδιο]], [[κλήρος]], [[λαχνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>- ([[πρβλ]]. [[ἔλαχ]]-<i>ον</i>, αόρ. του [[λαγχάνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> ([[πρβλ]]. [[θεσμός]], [[χρησμός]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[λαχμός]], ὁ (Α)<br />[[λακτισμός]], [[κλότσημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάξαι]] (= <i>λακτίσαι</i>, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαξ</i>- (<b>βλ.</b> <i>λαξ</i>)].<br /> <b>(III)</b><br />[[λαχμός]], ὁ (Α)<br />[[χνούδι]], [[λάχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[λάχνος]] (Ι)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:06, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), ὁ,
A = λάχος, Sch.Theoc.8.30, Eust.1521.48.
(B), ὁ,
A = λακτισμός, Antim.54.
(C), ὁ, v.l. for λάχνος (A) in Od.9.445, cf. Eust.1638.39, Hsch.
German (Pape)
[Seite 20] ὁ, von λαγχάνω, das Loosen, oft bei Schol. u. Sp., wie Ios. – Bei Hom. Od. 9, 445 ἀρνειὸς λαχμῷ στεινόμενος s. L, für λάχνος. ὁ, von λάζω, λάγδην, = λακτισμός, VLL. aus Antimach. fr. 64.
Greek (Liddell-Scott)
λαχμός: ὁ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ λάχνος ἐν Ὀδ. Ι. 445.
Greek Monolingual
(I)
λαχμός, ὁ (Μ)
μερίδιο, κλήρος, λαχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ- (πρβλ. ἔλαχ-ον, αόρ. του λαγχάνω) + κατάλ. -μός (πρβλ. θεσμός, χρησμός)].
(II)
λαχμός, ὁ (Α)
λακτισμός, κλότσημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ- (βλ. λαξ)].
(III)
λαχμός, ὁ (Α)
χνούδι, λάχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λάχνος (Ι)].