πολύφορτος: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
(c1)
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyfortos
|Transliteration C=polyfortos
|Beta Code=polu/fortos
|Beta Code=polu/fortos
|Definition=[ῠ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">heavily laden</b>, <span class="bibl">Man.3.241</span>; σύγχυσις Lyd.<span class="title">Mag.</span> 3.1. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">rich</b>, Ps.-Hdt.<span class="title">Vit.Hom.</span>1.</span>
|Definition=[ῠ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[heavily laden]], Man.3.241; σύγχυσις Lyd.''Mag.'' 3.1.<br><span class="bld">2</span> [[rich]], Ps.-[[Herodotus|Hdt.]]''Vit.Hom.''1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] Her. vit. Hom. 1, reich beladen, Ggstz von βραχέα τοῦ βίου ἔχων.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] Her. vit. Hom. 1, reich beladen, <span class="ggns">Gegensatz</span> von βραχέα τοῦ βίου ἔχων.
}}
{{ls
|lstext='''πολύφορτος''': -ον, ὁ πολὺ πεφορτωμένος, [[κατάφορτος]], Μανέθων 3. 241· [[πλούσιος]], Βίος Ὁμήρου 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> πολύ φορτωμένος, [[κατάφορτος]] («[[νηῶν]] πολυφόρτων», Μαν.)<br /><b>2.</b> [[πλούσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φόρτος]] ([[πρβλ]]. [[βαρύφορτος]])].
}}
{{trml
|trtx====[[filthy rich]]===
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: [[steenrijk]], [[stinkend rijk]]; English: [[exceeding rich]], [[exceedingly rich]], [[extremely rich]], [[filthy rich]], [[immensely rich]], [[superrich]], [[ultrarich]], [[very wealthy]]; Finnish: upporikas, äveriäs; French: [[pété de thunes]], [[plein aux as]]; German: [[stinkreich]], [[steinreich]]; Greek: [[απειρόπλουτος]], [[βαθυκτήμων]], [[βγάζει ένα κάρο λεφτά]], [[βγάζει ένα σκασμό λεφτά]], [[βγάζει ένα σωρό λεφτά]], [[βγάζει λεφτά με το τσουβάλι]], [[βγάζει πολύ χρήμα]], [[βγάζει τρελά λεφτά]], [[βγάζει χοντρά λεφτά]], [[βγάζει χοντρό χρήμα]], [[βουτηγμένος στα λεφτά]], [[βουτηγμένος στο χρυσάφι]], [[δεν ξέρει τι έχει]], [[εκατομμυριούχος]], [[έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες]], [[ζάμπλουτος]], [[ζάπλουτος]], [[ζει μες στη χλιδή]], [[κονομάει χοντρά]], [[κροίσος]], [[λεφτάς]], [[μυριόπλουτος]], [[πάμπλουτος]], [[πλουσιότατος]], [[πολυεκατομμυριούχος]], [[πολυχρήματος]], [[του τρέχουν απ' τα μπατζάκια]], [[τρώει με χρυσά κουτάλια]], [[υπέρπλουτος]], [[φραγκάτος]], [[χεσμένος στο τάλιρο]], [[χλιδάτος]]; Ancient Greek: [[βαθύκληρος]], [[βαθυπλούσιος]], [[βαθύπλουτος]], [[βαρύπλουτος]], [[εὐηφενής]], [[εὐπίων]], [[ζάπλουτος]], [[καταπίμελος]], [[λακκόπλουτος]], [[μεγαλοπλούσιος]], [[μεγαλόπλουτος]], [[μέγας]], [[παμπλούσιος]], [[πάμπλουτος]], [[περιπλούσιος]], [[πολύκληρος]], [[πολυκτέανος]], [[πολυκτήματος]], [[πολυκτήμων]], [[πολυπάμων]], [[πολύφορτος]], [[πολυχρηματίας]], [[πολυχρήματος]], [[ὑπερπλούσιος]], [[ὑπερχρήματος]], [[χρυσόνομος]]; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: [[podre de rico]]; Russian: [[неприлично богатый]]; Spanish: [[asquerosamente rico]], [[forrado de dinero]], [[podrido en plata]]; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก
}}
}}

Latest revision as of 13:19, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφορτος Medium diacritics: πολύφορτος Low diacritics: πολύφορτος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΡΤΟΣ
Transliteration A: polýphortos Transliteration B: polyphortos Transliteration C: polyfortos Beta Code: polu/fortos

English (LSJ)

[ῠ], ον,
A heavily laden, Man.3.241; σύγχυσις Lyd.Mag. 3.1.
2 rich, Ps.-Hdt.Vit.Hom.1.

German (Pape)

[Seite 676] Her. vit. Hom. 1, reich beladen, Gegensatz von βραχέα τοῦ βίου ἔχων.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφορτος: -ον, ὁ πολὺ πεφορτωμένος, κατάφορτος, Μανέθων 3. 241· πλούσιος, Βίος Ὁμήρου 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ φορτωμένος, κατάφορτοςνηῶν πολυφόρτων», Μαν.)
2. πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φόρτος (πρβλ. βαρύφορτος)].

Translations

filthy rich

Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: steenrijk, stinkend rijk; English: exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, filthy rich, immensely rich, superrich, ultrarich, very wealthy; Finnish: upporikas, äveriäs; French: pété de thunes, plein aux as; German: stinkreich, steinreich; Greek: απειρόπλουτος, βαθυκτήμων, βγάζει ένα κάρο λεφτά, βγάζει ένα σκασμό λεφτά, βγάζει ένα σωρό λεφτά, βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βγάζει πολύ χρήμα, βγάζει τρελά λεφτά, βγάζει χοντρά λεφτά, βγάζει χοντρό χρήμα, βουτηγμένος στα λεφτά, βουτηγμένος στο χρυσάφι, δεν ξέρει τι έχει, εκατομμυριούχος, έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες, ζάμπλουτος, ζάπλουτος, ζει μες στη χλιδή, κονομάει χοντρά, κροίσος, λεφτάς, μυριόπλουτος, πάμπλουτος, πλουσιότατος, πολυεκατομμυριούχος, πολυχρήματος, του τρέχουν απ' τα μπατζάκια, τρώει με χρυσά κουτάλια, υπέρπλουτος, φραγκάτος, χεσμένος στο τάλιρο, χλιδάτος; Ancient Greek: βαθύκληρος, βαθυπλούσιος, βαθύπλουτος, βαρύπλουτος, εὐηφενής, εὐπίων, ζάπλουτος, καταπίμελος, λακκόπλουτος, μεγαλοπλούσιος, μεγαλόπλουτος, μέγας, παμπλούσιος, πάμπλουτος, περιπλούσιος, πολύκληρος, πολυκτέανος, πολυκτήματος, πολυκτήμων, πολυπάμων, πολύφορτος, πολυχρηματίας, πολυχρήματος, ὑπερπλούσιος, ὑπερχρήματος, χρυσόνομος; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: podre de rico; Russian: неприлично богатый; Spanish: asquerosamente rico, forrado de dinero, podrido en plata; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก