κάκτος: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(13_3) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kaktos | |Transliteration C=kaktos | ||
|Beta Code=ka/ktos | |Beta Code=ka/ktos | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[cardoon]], [[Cynara cardunculus]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.4.10, Philet. 16, Theoc.10.4, Antig.''Mir.''8, Dsc.''Alex.''33.<br><span class="bld">2</span> [[κάκτος]], ὁ, the [[fruit]], μακωνίδες, μάραθα, τραχέες τε κάκτοι Epich.159; also the edible leaf, [[Theophrastus|Thphr.]] l.c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] ἡ, eine stachlige Pflanze, in Sicilien einheimisch; Philet. 16; Theocr. 10, 4; Ath. II, 70 d; Theophr.; – οἱ κάκτοι sind nach Ath. die eßbaren Stiele derselben. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1305.png Seite 1305]] ἡ, eine stachlige Pflanze, in Sicilien einheimisch; Philet. 16; Theocr. 10, 4; Ath. II, 70 d; Theophr.; – οἱ κάκτοι sind nach Ath. die eßbaren Stiele derselben. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάκτος -ου, ἡ distel (plant). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάκτος:''' ἡ [[кактус]] Theocr. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο και η (Α [[κάκτος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών [[φυτών]] της οικογένειας κακτίδες<br />| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] του φυτού [[κυνάρα]], κν. [[αγριαγκινάρα]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] της κυνάρας<br /><b>3.</b> το [[φύλλο]] του καρπού της κυνάρας, το οποίο τρώγεται, [[εκτός]] από το [[αγκάθι]] που έχει στην [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>cactus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάκτος]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κάκτος''': ἡ, Λατ. cactus, «ἡ δὲ [[κάκτος]] καλουμένη περὶ Σικελίαν μόνον, ἐν τῇ Ἑλλάδι δὲ οὐκ ἔστιν [[ἴδιον]] δὲ παρὰ [[τἆλλα]] τὸ [[φυτόν]]· ἀφίησι γὰρ εὐθὺς ἀπὸ τῆς ῥίζης καυλοὺς ἐπιγείους, τὸ δὲ [[φύλλον]] ἔχει πλατὺ καὶ ἀκανθῶδες» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 10, Φιλητ. 16, Θεόκρ. 10. 4, κτλ. 2) [[κάκτος]], ὁ, ὁ καρπός, ἔτι καὶ νῦν ἐσθιόμενος, [[μήκων]], μάραθος, τραχέες τε κάκτοι Ἐπίχ. 110 Ahr.· [[ὡσαύτως]] ὁ καυλὸς τοῦ φυτοῦ, «καλοῦσι δὲ τοὺς καυλοὺς τούτους κάκτους· ἐδῴδιμοι δέ εἰσι περιλεπόμενοι μικρὸν ἐπίπικροι, καὶ θησαυρίζουσιν αὐτοὺς ἐν ἅλμῃ» Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[a kind of thistle]], [[cardoon]], [[cactus]] (Epich., Theophr., Theoc.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Foreign word of unknown origin; vgl. Strömberg Theophrastea 102. André, Lexique [[cactus]]. From here Lat. [[cactus]]. Fur. 321, 371 thinks the <b class="b3">-κτ-</b> points to Pre-Greek and compares [[ἀκακία]]. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''κάκτος''': {káktos}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': Distelart, [[Kaktus]] (Epich., Theophr., Theok. u. a.).<br />'''Etymology''': Fremdwort unbekannter Herkunft; vgl. Strömberg Theophrastea 102. Davon lat. ''cactus'' usw.<br />'''Page''' 1,759 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:31, 2 November 2024
English (LSJ)
ἡ,
A cardoon, Cynara cardunculus, Thphr. HP 6.4.10, Philet. 16, Theoc.10.4, Antig.Mir.8, Dsc.Alex.33.
2 κάκτος, ὁ, the fruit, μακωνίδες, μάραθα, τραχέες τε κάκτοι Epich.159; also the edible leaf, Thphr. l.c.
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, eine stachlige Pflanze, in Sicilien einheimisch; Philet. 16; Theocr. 10, 4; Ath. II, 70 d; Theophr.; – οἱ κάκτοι sind nach Ath. die eßbaren Stiele derselben.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάκτος -ου, ἡ distel (plant).
Russian (Dvoretsky)
κάκτος: ἡ кактус Theocr.
Greek Monolingual
ο και η (Α κάκτος)
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία τών φυτών της οικογένειας κακτίδες
Greek (Liddell-Scott)
κάκτος: ἡ, Λατ. cactus, «ἡ δὲ κάκτος καλουμένη περὶ Σικελίαν μόνον, ἐν τῇ Ἑλλάδι δὲ οὐκ ἔστιν ἴδιον δὲ παρὰ τἆλλα τὸ φυτόν· ἀφίησι γὰρ εὐθὺς ἀπὸ τῆς ῥίζης καυλοὺς ἐπιγείους, τὸ δὲ φύλλον ἔχει πλατὺ καὶ ἀκανθῶδες» Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 10, Φιλητ. 16, Θεόκρ. 10. 4, κτλ. 2) κάκτος, ὁ, ὁ καρπός, ἔτι καὶ νῦν ἐσθιόμενος, μήκων, μάραθος, τραχέες τε κάκτοι Ἐπίχ. 110 Ahr.· ὡσαύτως ὁ καυλὸς τοῦ φυτοῦ, «καλοῦσι δὲ τοὺς καυλοὺς τούτους κάκτους· ἐδῴδιμοι δέ εἰσι περιλεπόμενοι μικρὸν ἐπίπικροι, καὶ θησαυρίζουσιν αὐτοὺς ἐν ἅλμῃ» Θεόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: a kind of thistle, cardoon, cactus (Epich., Theophr., Theoc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Foreign word of unknown origin; vgl. Strömberg Theophrastea 102. André, Lexique cactus. From here Lat. cactus. Fur. 321, 371 thinks the -κτ- points to Pre-Greek and compares ἀκακία.
Frisk Etymology German
κάκτος: {káktos}
Grammar: f.
Meaning: Distelart, Kaktus (Epich., Theophr., Theok. u. a.).
Etymology: Fremdwort unbekannter Herkunft; vgl. Strömberg Theophrastea 102. Davon lat. cactus usw.
Page 1,759