οἰκισμός: Difference between revisions

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source
(c1)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikismos
|Transliteration C=oikismos
|Beta Code=oi)kismo/s
|Beta Code=oi)kismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[οἴκισις]], <span class="bibl">Sol.19.5</span> ; <b class="b3">πόλεων οἰκισμοί</b> <b class="b2">foundations</b> of cities, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>708d</span>, cf. <span class="title">Ephes.</span>2.20(ii A. D.).</span>
|Definition=ὁ, = [[οἴκισις]], Sol.19.5; <b class="b3">πόλεων οἰκισμοί</b> [[foundations]] of cities, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''708d, cf. ''Ephes.''2.20(ii A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0301.png Seite 301]] ὁ, = [[οἴκισις]]; [[πόλεων]], Plat. Legg. IV, 708 d; einzeln bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0301.png Seite 301]] ὁ, = [[οἴκισις]]; [[πόλεων]], Plat. Legg. IV, 708 d; einzeln bei Sp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />fondation <i>ou</i> colonisation.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκισμός:''' ὁ [[основание]], [[постройка]] (πόλεως Plat.).
}}
{{ls
|lstext='''οἰκισμός''': ὁ, = [[οἴκησις]], Σόλων 11. 5· [[πόλεων]] οἰκισμοί, ἱδρύσεις [[πόλεων]], Πλάτ. Νόμ. 708D.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οἰκισμός]]) [[οικίζω]]<br /><b>1.</b> [[εγκατάσταση]] αποίκων σε έναν [[τόπο]], [[αποίκιση]], [[αποικισμός]]<br /><b>2.</b> [[ίδρυση]], [[θεμελίωση]] [[πόλεων]] («[[πόλεων]] οἰκισμοί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ανεξάρτητο [[συνήθως]] [[σύνολο]] πρόχειρων ή λιγοστών κατοικιών σε ορισμένο [[τόπο]], [[συνοικισμός]] («[[αγροτικός]] [[οικισμός]]»)<br /><b>2.</b> κατοικημένη [[περιοχή]] μικρότερη σε πληθυσμό από το [[χωριό]], η οποία [[συνήθως]] αριθμεί λιγότερους από 100 μόνιμα εγκατεστημένους κατοίκους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκισμός:''' ὁ, = [[οἴκησις]], σε Σόλωνα, Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰκισμός]], οῦ, ὁ, = [[οἴκισις]], [[Solon]]., Plat.]
}}
}}

Latest revision as of 13:12, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκισμός Medium diacritics: οἰκισμός Low diacritics: οικισμός Capitals: ΟΙΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: oikismós Transliteration B: oikismos Transliteration C: oikismos Beta Code: oi)kismo/s

English (LSJ)

ὁ, = οἴκισις, Sol.19.5; πόλεων οἰκισμοί foundations of cities, Pl.Lg.708d, cf. Ephes.2.20(ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 301] ὁ, = οἴκισις; πόλεων, Plat. Legg. IV, 708 d; einzeln bei Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fondation ou colonisation.
Étymologie: οἰκίζω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκισμός:основание, постройка (πόλεως Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκισμός: ὁ, = οἴκησις, Σόλων 11. 5· πόλεων οἰκισμοί, ἱδρύσεις πόλεων, Πλάτ. Νόμ. 708D.

Greek Monolingual

ο (Α οἰκισμός) οικίζω
1. εγκατάσταση αποίκων σε έναν τόπο, αποίκιση, αποικισμός
2. ίδρυση, θεμελίωση πόλεωνπόλεων οἰκισμοί», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ανεξάρτητο συνήθως σύνολο πρόχειρων ή λιγοστών κατοικιών σε ορισμένο τόπο, συνοικισμόςαγροτικός οικισμός»)
2. κατοικημένη περιοχή μικρότερη σε πληθυσμό από το χωριό, η οποία συνήθως αριθμεί λιγότερους από 100 μόνιμα εγκατεστημένους κατοίκους.

Greek Monotonic

οἰκισμός: ὁ, = οἴκησις, σε Σόλωνα, Πλάτ.

Middle Liddell

οἰκισμός, οῦ, ὁ, = οἴκισις, Solon., Plat.]