σημειογράφος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(c2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=σημειογράφος
|Full diacritics=σημειογρᾰ́φος
|Medium diacritics=σημειογράφος
|Medium diacritics=σημειογράφος
|Low diacritics=σημειογράφος
|Low diacritics=σημειογράφος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=simeiografos
|Transliteration C=simeiografos
|Beta Code=shmeiogra/fos
|Beta Code=shmeiogra/fos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ὁ,</b> (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σημεῖον <span class="bibl">11.5</span>) <b class="b2">shorthand writer</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>23</span>, <span class="title">Stud.Pont.</span>3.3a (Amisus), <span class="title">CIG</span>3902d (Eumenia), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>724.2</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=[ᾰ], ὁ, (σημεῖον 11.5) [[shorthand writer]], Plu.''Cat.Mi.''23, ''Stud.Pont.''3.3a (Amisus), ''CIG''3902d (Eumenia), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''724.2 (ii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0874.png Seite 874]] mit gewissen Zeichen, Chiffern schreiben, Geschwindschreiber sein, Plut. Cat. min. 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0874.png Seite 874]] mit gewissen Zeichen, Chiffern schreiben, Geschwindschreiber sein, Plut. Cat. min. 23.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui écrit en signes convenus]], [[sténographe]].<br />'''Étymologie:''' [[σημεῖον]], [[γράφω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σημειογράφος -ου, ὁ &#91;[[σημεῖον]], [[γράφω]]] stenograaf. Plut. CMi 23.4.
}}
{{elru
|elrutext='''σημειογράφος:''' (ᾰ) ὁ [[записывающий скорописными знаками]], [[стенограф]] Plut.
}}
{{ls
|lstext='''σημειογράφος''': [ᾰ], -ον, ὁ γράφων μὲ σημεῖα, [[ταχυγράφος]], στενογράφος, κρυπτογράφος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 3902d· - [[ἐντεῦθεν]] -[[γραφεῖον]], τό, τὸ [[γραφεῖον]] ἢ [[ἐργαστήριον]] τοῦ γράφοντος μὲ σημεῖα· καὶ -γραφικὴ [[τέχνη]], Βυζ. - ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 78-79.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> όργανο για τη [[μεταβίβαση]] σημάτων από [[πλοίο]] σε [[πλοίο]] βάσει του κώδικα της σήμανσης με βραχίονες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που γράφει [[γρήγορα]] με [[σημεία]], [[στενογράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημεῖον]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σημειογράφος:''' [ᾰ], -ον, [[στενογράφος]], [[ταχυγράφος]], [[κρυπτογράφος]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σημειο-γρᾰ́φος, ον,<br />a shorthand [[writer]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 29 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειογρᾰ́φος Medium diacritics: σημειογράφος Low diacritics: σημειογράφος Capitals: ΣΗΜΕΙΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: sēmeiográphos Transliteration B: sēmeiographos Transliteration C: simeiografos Beta Code: shmeiogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (σημεῖον 11.5) shorthand writer, Plu.Cat.Mi.23, Stud.Pont.3.3a (Amisus), CIG3902d (Eumenia), POxy.724.2 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 874] mit gewissen Zeichen, Chiffern schreiben, Geschwindschreiber sein, Plut. Cat. min. 23.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui écrit en signes convenus, sténographe.
Étymologie: σημεῖον, γράφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σημειογράφος -ου, ὁ [σημεῖον, γράφω] stenograaf. Plut. CMi 23.4.

Russian (Dvoretsky)

σημειογράφος: (ᾰ) ὁ записывающий скорописными знаками, стенограф Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σημειογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων μὲ σημεῖα, ταχυγράφος, στενογράφος, κρυπτογράφος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 3902d· - ἐντεῦθεν -γραφεῖον, τό, τὸ γραφεῖονἐργαστήριον τοῦ γράφοντος μὲ σημεῖα· καὶ -γραφικὴ τέχνη, Βυζ. - ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 78-79.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
ναυτ. όργανο για τη μεταβίβαση σημάτων από πλοίο σε πλοίο βάσει του κώδικα της σήμανσης με βραχίονες
μσν.-αρχ.
αυτός που γράφει γρήγορα με σημεία, στενογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + -γράφος].

Greek Monotonic

σημειογράφος: [ᾰ], -ον, στενογράφος, ταχυγράφος, κρυπτογράφος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σημειο-γρᾰ́φος, ον,
a shorthand writer, Plut.