ὀπισθόδομος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(13_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opisthodomos
|Transliteration C=opisthodomos
|Beta Code=o)pisqo/domos
|Beta Code=o)pisqo/domos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">back chamber, inner cell</b> of the old temple of Athena in the Acropolis at Athens, used as the Treasury, <span class="title">IG</span>12.139.17, al., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>1193</span>, <span class="bibl">D.13.14</span>,<span class="bibl">24.136</span>, <span class="title">IG</span>22.1388.73, etc. ; Delph. ὀπισσόδομος <span class="title">SIG</span>246 iii 35 (iv B. C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., <b class="b2">at the back of a building</b>, αἱ ὀ. στῆλαι <span class="bibl">Plb.12.11.2</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[back chamber]], [[inner cell]] of the old temple of Athena in the Acropolis at Athens, used as the Treasury, ''IG''12.139.17, al., Ar.''Pl.''1193, D.13.14,24.136, ''IG''22.1388.73, etc.; Delph. [[ὀπισσόδομος]] ''SIG''246 iii 35 (iv B. C.).<br><span class="bld">II</span> as adjective, [[at the back of a building]], αἱ ὀ. στῆλαι Plb.12.11.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0358.png Seite 358]] ὁ, Hinterhaus, bes. Hintertheil eines Tempels; in Athen die Hinterhalle des Tempels der Athene auf der Burg, die als Schatzkammer diente; Ar. Plut. 1193 Dem. 24, 136 Luc. Tim. 53 u. öfter; vgl. Böckh's Staatshaush. 1 p. 473. – Adj., αἱ ὀπισθόδομοι στῆλαι, Pol. 12, 12, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0358.png Seite 358]] ὁ, Hinterhaus, bes. Hintertheil eines Tempels; in Athen die Hinterhalle des Tempels der Athene auf der Burg, die als Schatzkammer diente; Ar. Plut. 1193 Dem. 24, 136 Luc. Tim. 53 u. öfter; vgl. Böckh's Staatshaush. 1 p. 473. – Adj., αἱ ὀπισθόδομοι στῆλαι, Pol. 12, 12, 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />derrière d'une maison <i>ou</i> d'un temple ; <i>à Athènes</i>, opisthodome, derrière du Parthénon où était le trésor public.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθε]], [[δόμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπισθόδομος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[внутренняя часть дома или внутренняя часть храма]] (Паллады-Афины в афинском Акрополе, служившая государственной сокровищницей и казнохранилищем) Arph., Dem., Luc., Plut.<br />находящийся в задней части дома (στῆλαι Polyb.).
}}
{{ls
|lstext='''ὀπισθόδομος''': ὁ, [[ὀπίσθιος]] [[δόμος]], ὁ ἐσωτερικὸς σηκὸς τοῦ παλαιοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς ἐπὶ τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀκροπόλεως, χρησιμεύων ὡς [[θησαυροφυλάκιον]], Ἀριστοφ. Πλ. 1193, Δημ. 170. 6, 743. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 23· πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 2. 189, ἴδε Λεξικ. Ἑλλ. Ἀρχαιολ. Α. Ραγκαβῆ ἐν λέξει. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ κείμενος ἐν τῷ ὀπισθίῳ μέρει οἰκοδομήματός τινος, αἱ ὀπ. στῆλαι Πολύβ. 12. 2, 2.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀπισθόδομος]], -ον, Α και [[ὀπισσόδομος]] και ὐπισθόδομος, -ον)<br />το [[τμήμα]] τών αρχαίων ελληνικών ναών που βρίσκεται στο [[πίσω]] [[μέρος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον πρόδομο, [[ιδίως]] ο [[εσωτερικός]] [[σηκός]] του παλαιού ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη, του Παρθενώνα, ο [[οποίος]] χρησίμευε ως [[θησαυροφυλάκιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[πίσω]] από την [[οικία]], όπου φύλαγαν τα κειμήλια, [[θησαυροφυλάκιο]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[πίσω]] [[μέρος]] οικήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δόμος]] ([[πρβλ]]. [[πρόδομος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀπισθόδομος:''' ὁ, [[πίσω]] [[δώμα]] ή [[εσώτερος]] [[οικίσκος]] του ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη των Αθηνών· χρησίμευε ως Θησαυρός ([[θησαυροφυλάκιο]]), σε Αριστοφ., Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀπισθό-δομος, ὁ,<br />the [[back]] [[chamber]] or [[inner]] [[cell]] of the [[temple]] of [[Athena]] in the [[Acropolis]] at [[Athens]], used as the Treasury, Ar., Dem.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[ὄπισθεν]] + [[δόμος]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[δέμω]] καί στή λέξη [[ὄπισθεν]].
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθόδομος Medium diacritics: ὀπισθόδομος Low diacritics: οπισθόδομος Capitals: ΟΠΙΣΘΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: opisthódomos Transliteration B: opisthodomos Transliteration C: opisthodomos Beta Code: o)pisqo/domos

English (LSJ)

ὁ,
A back chamber, inner cell of the old temple of Athena in the Acropolis at Athens, used as the Treasury, IG12.139.17, al., Ar.Pl.1193, D.13.14,24.136, IG22.1388.73, etc.; Delph. ὀπισσόδομος SIG246 iii 35 (iv B. C.).
II as adjective, at the back of a building, αἱ ὀ. στῆλαι Plb.12.11.2.

German (Pape)

[Seite 358] ὁ, Hinterhaus, bes. Hintertheil eines Tempels; in Athen die Hinterhalle des Tempels der Athene auf der Burg, die als Schatzkammer diente; Ar. Plut. 1193 Dem. 24, 136 Luc. Tim. 53 u. öfter; vgl. Böckh's Staatshaush. 1 p. 473. – Adj., αἱ ὀπισθόδομοι στῆλαι, Pol. 12, 12, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
derrière d'une maison ou d'un temple ; à Athènes, opisthodome, derrière du Parthénon où était le trésor public.
Étymologie: ὄπισθε, δόμος.

Russian (Dvoretsky)

ὀπισθόδομος: IIвнутренняя часть дома или внутренняя часть храма (Паллады-Афины в афинском Акрополе, служившая государственной сокровищницей и казнохранилищем) Arph., Dem., Luc., Plut.
находящийся в задней части дома (στῆλαι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθόδομος: ὁ, ὀπίσθιος δόμος, ὁ ἐσωτερικὸς σηκὸς τοῦ παλαιοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς ἐπὶ τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀκροπόλεως, χρησιμεύων ὡς θησαυροφυλάκιον, Ἀριστοφ. Πλ. 1193, Δημ. 170. 6, 743. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 23· πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 2. 189, ἴδε Λεξικ. Ἑλλ. Ἀρχαιολ. Α. Ραγκαβῆ ἐν λέξει. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ κείμενος ἐν τῷ ὀπισθίῳ μέρει οἰκοδομήματός τινος, αἱ ὀπ. στῆλαι Πολύβ. 12. 2, 2.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀπισθόδομος, -ον, Α και ὀπισσόδομος και ὐπισθόδομος, -ον)
το τμήμα τών αρχαίων ελληνικών ναών που βρίσκεται στο πίσω μέρος, σε αντιδιαστολή προς τον πρόδομο, ιδίως ο εσωτερικός σηκός του παλαιού ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη, του Παρθενώνα, ο οποίος χρησίμευε ως θησαυροφυλάκιο
αρχ.
1. τόπος πίσω από την οικία, όπου φύλαγαν τα κειμήλια, θησαυροφυλάκιο
2. ως επίθ. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος οικήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + δόμος (πρβλ. πρόδομος)].

Greek Monotonic

ὀπισθόδομος: ὁ, πίσω δώμα ή εσώτερος οικίσκος του ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη των Αθηνών· χρησίμευε ως Θησαυρός (θησαυροφυλάκιο), σε Αριστοφ., Δημ.

Middle Liddell

ὀπισθό-δομος, ὁ,
the back chamber or inner cell of the temple of Athena in the Acropolis at Athens, used as the Treasury, Ar., Dem.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὄπισθεν + δόμος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δέμω καί στή λέξη ὄπισθεν.