σύλλεκτρος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(13_1)
mNo edit summary
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syllektros
|Transliteration C=syllektros
|Beta Code=su/llektros
|Beta Code=su/llektros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">partner of the bed, husband</b> or <b class="b2">wife</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>1268</span>, cf. <span class="title">Supp.Epigr.</span>2.874 (Egypt); σ. ἄνασσα <span class="title">AP</span>9.657 (Marian.); <b class="b3">σ. Διός</b> <b class="b2">sharing</b> [Alcmena's] <b class="b2">bed with</b> Zeus, of Amphitryon, <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span> 1</span>; so, of Ixion, σ. τῷ Διί Luc.<b class="b2">D Deor</b>.6.5.</span>
|Definition=σύλλεκτρον, [[partner of the bed]], [[husband]] or [[wife]], E.''HF''1268, cf. ''Supp.Epigr.''2.874 (Egypt); σύλλεκτρος [[ἄνασσα]] ''AP''9.657 (Marian.); <b class="b3">σύλλεκτρος Διός</b> [[sharing]] [Alcmena's] [[bed]] [[with]] [[Zeus]], of [[Amphitryon]], E.''HF'' 1; so, of [[Ixion]], σ. τῷ Διί Luc.D Deor.6.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0975.png Seite 975]] ὁ, ἡ, Bettgenosse, Ehegattinn, Eur. Herc. Fur. 1268 u. sp. D., wie Agath. 49 (IX, 657); auch Luc. D. D. 6, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0975.png Seite 975]] ὁ, ἡ, [[Bettgenosse]], [[Ehegattinn]], Eur. Herc. Fur. 1268 u. sp. D., wie Agath. 49 (IX, 657); auch Luc. D. D. 6, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui partage la couche de, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λέκτρον]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύλλεκτρος -οῦ, ὁ &#91;[[σύν]], [[λέκτρον]]] iemand die het bed deelt, [[bedgenoot]], van een echtgenote; Eur. HF 1268; van mannen. τὸν Δίος σύλλεκτρον degene die het bed deelde met Zeus (d.w.z. die net als Zeus met Alcmene naar bed ging) Eur. HF 1; σ. τῷ Διί bedgenoot van Zeus (van Ixion, die met Hera naar bed wilde) Luc. 79.9.5.
}}
{{elru
|elrutext=<b class="num">I</b> [[разделяющий ложе]] ([[Διός]] Eur. и τῷ Διί Luc.).<br /><b class="num">II</b> ὁ и ἡ [[супруг]], [[супруга]] Eur., Anth.
}}
{{grml
|mltxt=-ον και ως ουσ. [[σύλλεκτρος]], ό, ἡ, ΜΑ<br />[[σύνευνος]], [[σύζυγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ Διὸς [[σύλλεκτρος]]» <br />α) [[προσωνυμία]] του Αμφιτρύωνος [[επειδή]] κοιμήθηκε στο συζυγικό [[κρεβάτι]] της Αλκμήνης και του [[Διός]]<br />β) [[προσωνυμία]] του Ιξίονος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέκτρον]]), [[πρβλ]]. [[ομόλεκτρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύλλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), [[σύντροφος]] στο ίδιο [[κρεβάτι]], [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], λέγεται για άντρα ή [[γυναίκα]], [[σύζυγος]], σε Ευρ.
}}
{{ls
|lstext='''σύλλεκτρος''': -ον, ὁ συμμετέχων τοῦ [[αὐτοῦ]] λέκτρου, [[σύνευνος]], ἐπὶ ἀνδρὸς ἢ γυναικὸς, Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 1268· τὸν Διὸς σύλλεκτρον, τὸν συγκοινωνοῦντα τῆς κοίτης [τῆς Ἀλκμήνης] μετὰ τοῦ [[Διός]], περὶ τοῦ Ἀμφιτρύωνος, [[αὐτόθι]] 1· οὕτω περὶ τοῦ Ἰξίονος, σ. τῷ Διῒ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 5.
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 1 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύλλεκτρος Medium diacritics: σύλλεκτρος Low diacritics: σύλλεκτρος Capitals: ΣΥΛΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: sýllektros Transliteration B: syllektros Transliteration C: syllektros Beta Code: su/llektros

English (LSJ)

σύλλεκτρον, partner of the bed, husband or wife, E.HF1268, cf. Supp.Epigr.2.874 (Egypt); σύλλεκτρος ἄνασσα AP9.657 (Marian.); σύλλεκτρος Διός sharing [Alcmena's] bed with Zeus, of Amphitryon, E.HF 1; so, of Ixion, σ. τῷ Διί Luc.D Deor.6.5.

German (Pape)

[Seite 975] ὁ, ἡ, Bettgenosse, Ehegattinn, Eur. Herc. Fur. 1268 u. sp. D., wie Agath. 49 (IX, 657); auch Luc. D. D. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage la couche de, gén. ou dat..
Étymologie: σύν, λέκτρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύλλεκτρος -οῦ, ὁ [σύν, λέκτρον] iemand die het bed deelt, bedgenoot, van een echtgenote; Eur. HF 1268; van mannen. τὸν Δίος σύλλεκτρον degene die het bed deelde met Zeus (d.w.z. die net als Zeus met Alcmene naar bed ging) Eur. HF 1; σ. τῷ Διί bedgenoot van Zeus (van Ixion, die met Hera naar bed wilde) Luc. 79.9.5.

Russian (Dvoretsky)

I разделяющий ложе (Διός Eur. и τῷ Διί Luc.).
II ὁ и ἡ супруг, супруга Eur., Anth.

Greek Monolingual

-ον και ως ουσ. σύλλεκτρος, ό, ἡ, ΜΑ
σύνευνος, σύζυγος
αρχ.
φρ. «ὁ Διὸς σύλλεκτρος»
α) προσωνυμία του Αμφιτρύωνος επειδή κοιμήθηκε στο συζυγικό κρεβάτι της Αλκμήνης και του Διός
β) προσωνυμία του Ιξίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -λεκτρος (< λέκτρον), πρβλ. ομόλεκτρος].

Greek Monotonic

σύλλεκτρος: -ον (λέκτρον), σύντροφος στο ίδιο κρεβάτι, ερωτικός σύντροφος, λέγεται για άντρα ή γυναίκα, σύζυγος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σύλλεκτρος: -ον, ὁ συμμετέχων τοῦ αὐτοῦ λέκτρου, σύνευνος, ἐπὶ ἀνδρὸς ἢ γυναικὸς, Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 1268· τὸν Διὸς σύλλεκτρον, τὸν συγκοινωνοῦντα τῆς κοίτης [τῆς Ἀλκμήνης] μετὰ τοῦ Διός, περὶ τοῦ Ἀμφιτρύωνος, αὐτόθι 1· οὕτω περὶ τοῦ Ἰξίονος, σ. τῷ Διῒ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 5.