ἀργηστής: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=argistis | |Transliteration C=argistis | ||
|Beta Code=a)rghsth/s | |Beta Code=a)rghsth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀργηστοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀργής]], [[glancing]], [[flashing]], <b class="b3">πτηνὸς ἀ. ὄφις</b>, of an arrow, A.''Eu.''181.<br><span class="bld">2</span> [[white]], ἀφρός Id.''Th.''60; κύκνοι Theoc.25.131. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ<br />adj. [[brillante]], [[blanco]] πτηνὸς ἀ. ὄφις de una flecha, A.<i>Eu</i>.181<br /><b class="num">•</b>[[blanco]] [[ἀφρός]] A.<i>Th</i>.60, κύκνοι Theoc.25.131, μηλοβότοι πρῶνες ἀργησταί cumbres blanquecinas apacentadoras de ovejas</i> B.5.67. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[blanc]];<br /><b>2</b> [[brillant]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀργής]] et [[ἀργήεις]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>weiß</i>, [[ἀφρός]] Aesch. <i>Spt</i>. 60; πτηνὸς [[ὄφις]], vom [[Pfeil]], <i>Eum</i>. 172; ἤϋτε [[κύκνος]] Theocr. 25.131. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀργηστής:''' Aesch., Theocr. = [[ἀργής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργηστής''': -οῦ, ὁ, = ἀργὴς ἢ [[ἀργήεις]], ἀπαστράπτων, ὁ παλλόμενος, πτηνὸς ἀργ. [[ὄφις]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 181. 2) [[λευκός]], ἀφρὸς ὁ αὐτ. Θήβ. 60· κύκνοι Θεόκρ. 25. 131. | |lstext='''ἀργηστής''': -οῦ, ὁ, = ἀργὴς ἢ [[ἀργήεις]], ἀπαστράπτων, ὁ παλλόμενος, πτηνὸς ἀργ. [[ὄφις]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 181. 2) [[λευκός]], ἀφρὸς ὁ αὐτ. Θήβ. 60· κύκνοι Θεόκρ. 25. 131. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀργηστής]], ο (Α)<br />[[αστραφτερός]], [[λαμπερός]], [[λευκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αργής]], με [[επίθημα]] -<i>στής</i>. Ο τ. ανήκει σε μια [[ομάδα]] παράγωγων λέξεων της μεθομηρικής Ιωνικής σε -<i>ηστής</i> ([[πρβλ]]. [[τευχηστής]], [[ερπηστής]] <b>κ.ά.</b>). Ενδεχόμενη [[επίδραση]] της λ. [[ωμηστής]] στον τ. [[είναι]] αμφίβολη]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργηστής:''' -οῦ, ὁ, = [[ἀργῆς]], σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=(see also: [[ἀργής]]) [[bright]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀργηστοῦ, ὁ,
A = ἀργής, glancing, flashing, πτηνὸς ἀ. ὄφις, of an arrow, A.Eu.181.
2 white, ἀφρός Id.Th.60; κύκνοι Theoc.25.131.
Spanish (DGE)
-οῦ
adj. brillante, blanco πτηνὸς ἀ. ὄφις de una flecha, A.Eu.181
•blanco ἀφρός A.Th.60, κύκνοι Theoc.25.131, μηλοβότοι πρῶνες ἀργησταί cumbres blanquecinas apacentadoras de ovejas B.5.67.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
1 blanc;
2 brillant.
Étymologie: cf. ἀργής et ἀργήεις.
German (Pape)
weiß, ἀφρός Aesch. Spt. 60; πτηνὸς ὄφις, vom Pfeil, Eum. 172; ἤϋτε κύκνος Theocr. 25.131.
Russian (Dvoretsky)
ἀργηστής: Aesch., Theocr. = ἀργής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργηστής: -οῦ, ὁ, = ἀργὴς ἢ ἀργήεις, ἀπαστράπτων, ὁ παλλόμενος, πτηνὸς ἀργ. ὄφις Αἰσχύλ. Εὐμ. 181. 2) λευκός, ἀφρὸς ὁ αὐτ. Θήβ. 60· κύκνοι Θεόκρ. 25. 131.
Greek Monolingual
ἀργηστής, ο (Α)
αστραφτερός, λαμπερός, λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργής, με επίθημα -στής. Ο τ. ανήκει σε μια ομάδα παράγωγων λέξεων της μεθομηρικής Ιωνικής σε -ηστής (πρβλ. τευχηστής, ερπηστής κ.ά.). Ενδεχόμενη επίδραση της λ. ωμηστής στον τ. είναι αμφίβολη].
Greek Monotonic
ἀργηστής: -οῦ, ὁ, = ἀργῆς, σε Αισχύλ.