ἠοῖος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ioios | |Transliteration C=ioios | ||
|Beta Code=h)oi=os | |Beta Code=h)oi=os | ||
|Definition=α, ον, Ion. ἠοῖος, Dor. ἀοῖος,= | |Definition=α, ον, Ion. [[ἠοῖος]], Dor. [[ἀοῖος]], = [[ἑῷος]],<br><span class="bld">A</span> [[of the morning]], [[ἀστήρ]] Ion Lyr.''Fr.''10; ἠοῖαι σαίρεσκον Euph.53.2; <b class="b3">ἡ ἠοίη</b> (''[[sc.]]'' [[ὥρα]]) [[the morning]], πᾶσαν δ' ἠοίην.. Od.4.447, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> [[toward the dawn]], [[eastern]], ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od.8.29; πρὸς θαλάσσης ἠοίης [[Herodotus|Hdt.]]4.100; <b class="b3">πρὸς τοὺς ἠ. τῶν Λιβύων</b> ib.160; <b class="b3">πρὸς ἠοίην</b> (''[[sc.]]'' [[γῆν]]) towards [[the East]], Call.''Del.''280. (Cf. [[ἠῷος]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1173.png Seite 1173]] ion. auch ἠόϊος, att. [[ἠῷος]], morgendlich, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1173.png Seite 1173]] ion. auch ἠόϊος, att. [[ἠῷος]], morgendlich, [[in der Frühe]], πᾶσαν δ' ἠοίην μένομεν, ''[[sc.]]'' ὥραν, den ganzen Morgen warteten wir, Od. 4, 447 (vgl. [[ἠῷος]]). – Gegen Morgen, Osten gelegen, östlich, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od. 8, 29; θαλάσσης τῆς ἠοίης Her. 4, 100; τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων 4, 160; πρὸς ἠοίην, gen Osten, Callim. Del. 280. – In dor. Form ἀοῖος [[ἀστήρ]], der Morgenstern, Ar. Pax 802, nach Ion. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[du matin]], [[matinal]] ; <i>ion.</i> ἡ [[ἠοίη]] ([[ὥρα]]) le matin;<br /><b>2</b> [[oriental]].<br />'''Étymologie:''' [[ἠώς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠοῖος:''' эп.-ион. = [[ἑῷος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠοῖος''': -α, -ον, Ἰων. ἠόϊος, = [[ἑῷος]], πρωινός, ἀστὴρ Ἴων παρ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 837˙ - ἡ ἠοίη (ἐνν. ὥρα), ἡ [[πρωία]], πᾶσαν δ’ ἠοίην... Ὀδ. Δ. 447, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. 2) πρὸς τὴν πρωίαν, ἀνατολήν, [[ἀνατολικός]], Λατ. orientalis, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Ὀδ. Θ. 29˙ πρὸς θαλάσσης ἠοίης Ἡροδ. 4. 100˙ πρὸς τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων [[αὐτόθι]] 160˙ πρὸς ἠοίην (ἐνν. γῆν), πρὸς ἀνατολάς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 280. | |lstext='''ἠοῖος''': -α, -ον, Ἰων. ἠόϊος, = [[ἑῷος]], πρωινός, ἀστὴρ Ἴων παρ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 837˙ - ἡ ἠοίη (ἐνν. ὥρα), ἡ [[πρωία]], πᾶσαν δ’ ἠοίην... Ὀδ. Δ. 447, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. 2) πρὸς τὴν πρωίαν, ἀνατολήν, [[ἀνατολικός]], Λατ. orientalis, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Ὀδ. Θ. 29˙ πρὸς θαλάσσης ἠοίης Ἡροδ. 4. 100˙ πρὸς τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων [[αὐτόθι]] 160˙ πρὸς ἠοίην (ἐνν. γῆν), πρὸς ἀνατολάς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 280. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[ἠώς]]): fem. [[ἠοίη]], as subst., [[morning]], [[dawn]], Od. 4.447; adj., [[eastern]] (opp. ἑσπέριοι), Oriental, ἄνθρωποι, Od. 8.29. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἠοῑος, -α και -η, -ον, ιων,. τ. ἠόϊος, δωρ. τ. ἀοῑος (Α)<br /><b>1.</b> [[εώος]], [[πρωινός]] («ἠοῖος [[ἀστήρ]]» — το [[άστρο]] της αυγής, ο [[αυγερινός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ανατολή]] ή κατοικεί στις ανατολικές περιοχές (α. «ἠὲ [[προς]] ἠοίων ἤ ἑσπερίων ἀνθρώπων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[προς]] τους ἠοὶους τῶν Λιβύων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἠοίη</i><br />α) (ενν. <i>ὥρα</i>) το [[πρωί]] («πᾶσαν ἠοίην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) <b>φρ.</b> «[[προς]] ἠοίην» (ενν. <i>γῆν</i>)<br />[[προς]] ανατολάς, ανατολικά, Καλλίμ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>auso</i>-<i>s</i> «ροδαυγή» ([[πρβλ]]. <i>έως</i> ΙΙ, <i>ηώς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠοῖος:''' -α, -ον, Ιων. ἠόϊος, -η, -ον=[[ἑῷος]],<br /><b class="num">1.</b> [[πρωινός]], σε Αριστοφ.· ἡ [[ἠοίη]] (ενν. [[ὥρα]]), το [[πρωί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> προς το [[πρωί]], προς την [[ανατολή]], ο [[ανατολικός]], στο ίδ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> αἱ [[Ἠοῖαι]] ήταν [[ποίημα]] του Ησιόδου, στο οποίο [[κάθε]] [[πρόταση]] ξεκινούσε με το <i>ἢ οἵη</i>. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἠοῖος]], η, ον = [[ἑῷος]],]<br /><b class="num">I.</b> [[morning]], Ar.:— ἡ [[ἠοίη]] (''[[sc.]]'' ὥρἀ, the [[morning]], Od.<br /><b class="num">2.</b> toward [[morning]], [[eastern]], Od., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> αἱ [[Ἠοῖαι]] was a [[poem]] of [[Hesiod]], in [[which]] [[each]] [[sentence]] began with ἢ οἵη. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:51, 6 February 2024
English (LSJ)
α, ον, Ion. ἠοῖος, Dor. ἀοῖος, = ἑῷος,
A of the morning, ἀστήρ Ion Lyr.Fr.10; ἠοῖαι σαίρεσκον Euph.53.2; ἡ ἠοίη (sc. ὥρα) the morning, πᾶσαν δ' ἠοίην.. Od.4.447, cf. Hsch.
2 toward the dawn, eastern, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od.8.29; πρὸς θαλάσσης ἠοίης Hdt.4.100; πρὸς τοὺς ἠ. τῶν Λιβύων ib.160; πρὸς ἠοίην (sc. γῆν) towards the East, Call.Del.280. (Cf. ἠῷος.)
German (Pape)
[Seite 1173] ion. auch ἠόϊος, att. ἠῷος, morgendlich, in der Frühe, πᾶσαν δ' ἠοίην μένομεν, sc. ὥραν, den ganzen Morgen warteten wir, Od. 4, 447 (vgl. ἠῷος). – Gegen Morgen, Osten gelegen, östlich, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od. 8, 29; θαλάσσης τῆς ἠοίης Her. 4, 100; τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων 4, 160; πρὸς ἠοίην, gen Osten, Callim. Del. 280. – In dor. Form ἀοῖος ἀστήρ, der Morgenstern, Ar. Pax 802, nach Ion.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 du matin, matinal ; ion. ἡ ἠοίη (ὥρα) le matin;
2 oriental.
Étymologie: ἠώς.
Russian (Dvoretsky)
ἠοῖος: эп.-ион. = ἑῷος.
Greek (Liddell-Scott)
ἠοῖος: -α, -ον, Ἰων. ἠόϊος, = ἑῷος, πρωινός, ἀστὴρ Ἴων παρ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 837˙ - ἡ ἠοίη (ἐνν. ὥρα), ἡ πρωία, πᾶσαν δ’ ἠοίην... Ὀδ. Δ. 447, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. 2) πρὸς τὴν πρωίαν, ἀνατολήν, ἀνατολικός, Λατ. orientalis, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Ὀδ. Θ. 29˙ πρὸς θαλάσσης ἠοίης Ἡροδ. 4. 100˙ πρὸς τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων αὐτόθι 160˙ πρὸς ἠοίην (ἐνν. γῆν), πρὸς ἀνατολάς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 280.
English (Autenrieth)
(ἠώς): fem. ἠοίη, as subst., morning, dawn, Od. 4.447; adj., eastern (opp. ἑσπέριοι), Oriental, ἄνθρωποι, Od. 8.29.
Greek Monolingual
ἠοῑος, -α και -η, -ον, ιων,. τ. ἠόϊος, δωρ. τ. ἀοῑος (Α)
1. εώος, πρωινός («ἠοῖος ἀστήρ» — το άστρο της αυγής, ο αυγερινός
2. αυτός που βρίσκεται στην ανατολή ή κατοικεί στις ανατολικές περιοχές (α. «ἠὲ προς ἠοίων ἤ ἑσπερίων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.
β. «προς τους ἠοὶους τῶν Λιβύων», Ηρόδ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἠοίη
α) (ενν. ὥρα) το πρωί («πᾶσαν ἠοίην», Ομ. Οδ.)
β) φρ. «προς ἠοίην» (ενν. γῆν)
προς ανατολάς, ανατολικά, Καλλίμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙE auso-s «ροδαυγή» (πρβλ. έως ΙΙ, ηώς) + επίθημα -ιος].
Greek Monotonic
ἠοῖος: -α, -ον, Ιων. ἠόϊος, -η, -ον=ἑῷος,
1. πρωινός, σε Αριστοφ.· ἡ ἠοίη (ενν. ὥρα), το πρωί, σε Ομήρ. Οδ.
2. προς το πρωί, προς την ανατολή, ο ανατολικός, στο ίδ., σε Ηρόδ.
3. αἱ Ἠοῖαι ήταν ποίημα του Ησιόδου, στο οποίο κάθε πρόταση ξεκινούσε με το ἢ οἵη.
Middle Liddell
ἠοῖος, η, ον = ἑῷος,]
I. morning, Ar.:— ἡ ἠοίη (sc. ὥρἀ, the morning, Od.
2. toward morning, eastern, Od., Hdt.
II. αἱ Ἠοῖαι was a poem of Hesiod, in which each sentence began with ἢ οἵη.