μεταναστεύω: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metanasteyo | |Transliteration C=metanasteyo | ||
|Beta Code=metanasteu/w | |Beta Code=metanasteu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[remove]], [[LXX]] ''Ps.''51(52).5, Ph.1.299:—Med., [[depart]], [[flee]], [[LXX]] ''Ps.''10(11).1.<br><span class="bld">2</span> intr. in Act., = Med., ib.61(62).6, Str. ''Chr.''7.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταναστεύω''': (ἐκ τοῦ [[μετανάστης]], δι’ ὃ παρατ. μετενάστευον, καὶ ἀόρ. μετενάστευσα καὶ οὐχὶ μετη-), μετοικῶ, [[καταλείπω]] τὸν τόπον μου καὶ [[μεταβαίνω]] ἀλλαχόσε, Φίλων 1. 299, Συνεσ. Ἐπιστ. 124. ― Μέσ., Ἑβδ. (Ψαλμ. Ι΄, 1)· ― μετανάστευσις, = [[μετανάστασις]], Εὐστ. Πονημάτ. 214. 86. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 197-198. | |lstext='''μεταναστεύω''': (ἐκ τοῦ [[μετανάστης]], δι’ ὃ παρατ. μετενάστευον, καὶ ἀόρ. μετενάστευσα καὶ οὐχὶ μετη-), μετοικῶ, [[καταλείπω]] τὸν τόπον μου καὶ [[μεταβαίνω]] ἀλλαχόσε, Φίλων 1. 299, Συνεσ. Ἐπιστ. 124. ― Μέσ., Ἑβδ. (Ψαλμ. Ι΄, 1)· ― μετανάστευσις, = [[μετανάστασις]], Εὐστ. Πονημάτ. 214. 86. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 197-198. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[μεταναστεύω]]) [[μετανάστης]]<br />[[εγκαταλείπω]] έναν [[τόπο]] διαμονής και [[μεταβαίνω]] σε άλλον, [[γίνομαι]] [[μετανάστης]], [[μετοικώ]], [[αποδημώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεταναστεύομαι</i><br />απομακρύνομαι, [[φεύγω]], [[μετοικώ]] («μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς [[στρουθίον]]», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με τη ζωή) [[εγκαταλείπω]], [[πεθαίνω]] («μεταναστεῦσαι τῆς ἀνθρωπίνης ζωής», <b>Ευστ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
A remove, LXX Ps.51(52).5, Ph.1.299:—Med., depart, flee, LXX Ps.10(11).1.
2 intr. in Act., = Med., ib.61(62).6, Str. Chr.7.5.
German (Pape)
[Seite 151] (vom Folgdn), weg und anderswohin ziehen, auswandern, Synes. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταναστεύω: (ἐκ τοῦ μετανάστης, δι’ ὃ παρατ. μετενάστευον, καὶ ἀόρ. μετενάστευσα καὶ οὐχὶ μετη-), μετοικῶ, καταλείπω τὸν τόπον μου καὶ μεταβαίνω ἀλλαχόσε, Φίλων 1. 299, Συνεσ. Ἐπιστ. 124. ― Μέσ., Ἑβδ. (Ψαλμ. Ι΄, 1)· ― μετανάστευσις, = μετανάστασις, Εὐστ. Πονημάτ. 214. 86. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 197-198.
Greek Monolingual
(ΑΜ μεταναστεύω) μετανάστης
εγκαταλείπω έναν τόπο διαμονής και μεταβαίνω σε άλλον, γίνομαι μετανάστης, μετοικώ, αποδημώ
αρχ.
1. μέσ. μεταναστεύομαι
απομακρύνομαι, φεύγω, μετοικώ («μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον», ΠΔ)
2. μτφ. (σχετικά με τη ζωή) εγκαταλείπω, πεθαίνω («μεταναστεῦσαι τῆς ἀνθρωπίνης ζωής», Ευστ.).