ἐπενδύω: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(5) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)pendu/w | |Beta Code=e)pendu/w | ||
|Definition=v. ἐπενδύνω. | |Definition=v. ἐπενδύνω. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0915.png Seite 915]] (s. δύω), noch dazu, darüber anziehen, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι Plut. Pelop. 11; VLL. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπενδύω:''' (= [[ἐπενδύνω]]) надевать, pass. одеваться, быть одетым (τὴν λεοντῆν Plut.): ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι Plut. одетые в женские платья поверх брони. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπενδύω''': ἴδε [[ἐπενδύνω]], ἐν τέλει. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=1st aorist [[middle]] infinitive ἐπενδύσασθαι; to [[put]] on [[over]] (A. V. to be clothed [[upon]]): [[Plutarch]], Pelop. 11; [[actively]], Josephus, Antiquities 5,1, 12.) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐπενδύω]]) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[στρώνω]], [[καλύπτω]] την εσωτερική ή την εξωτερική [[επιφάνεια]] ενός αντικειμένου με [[στρώμα]] από [[άλλο]] υλικό<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] με [[φύλλο]] ξύλου ή μετάλλου, [[καπλαντίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ἐνδύομαι</i><br /><b>1.</b> [[είμαι]] περιτυλιγμένος («ἀμπέλοις ἐπενδύοντο τὰ πλείονα τῶν δέντρων», Διγ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> κυριεύομαι από κάποιο [[συναίσθημα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φορώ]] σε κάποιον τον επενδύτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ενδύω]]. Η λ. με τη [[σημασία]] «[[τοποθετώ]] χρήματα» χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει αντίστοιχους ξεν. όρους ([[πρβλ]]. αγλλ. <i>invest</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:45, 3 October 2022
English (LSJ)
v. ἐπενδύνω.
German (Pape)
[Seite 915] (s. δύω), noch dazu, darüber anziehen, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι Plut. Pelop. 11; VLL.
Russian (Dvoretsky)
ἐπενδύω: (= ἐπενδύνω) надевать, pass. одеваться, быть одетым (τὴν λεοντῆν Plut.): ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι Plut. одетые в женские платья поверх брони.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπενδύω: ἴδε ἐπενδύνω, ἐν τέλει.
English (Thayer)
1st aorist middle infinitive ἐπενδύσασθαι; to put on over (A. V. to be clothed upon): Plutarch, Pelop. 11; actively, Josephus, Antiquities 5,1, 12.)
Greek Monolingual
(AM ἐπενδύω) νεοελλ.
1. στρώνω, καλύπτω την εσωτερική ή την εξωτερική επιφάνεια ενός αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό
2. καλύπτω με φύλλο ξύλου ή μετάλλου, καπλαντίζω
μσν.
μέσ. ἐνδύομαι
1. είμαι περιτυλιγμένος («ἀμπέλοις ἐπενδύοντο τὰ πλείονα τῶν δέντρων», Διγ.)
2. μέσ. κυριεύομαι από κάποιο συναίσθημα
αρχ.-μσν.
φορώ σε κάποιον τον επενδύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενδύω. Η λ. με τη σημασία «τοποθετώ χρήματα» χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει αντίστοιχους ξεν. όρους (πρβλ. αγλλ. invest)].