ἐπικαρπία: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(5) |
|||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikarpia | |Transliteration C=epikarpia | ||
|Beta Code=e)pikarpi/a | |Beta Code=e)pikarpi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[produce]], [[crop]], <b class="b3">ἡ ἐπέτειος ἐ.</b> [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''955d, cf. ''IG''12.328.11, ''Rev.Ét.Gr.''10.29 (Thespiae, iii B.C.).<br><span class="bld">2</span>. [[harvest-rights]], ''Tab.Heracl.''1.108, ''BGU''101.19 (ii A.D.); [[usufruct]], <b class="b3">αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐ.</b> D.H.3.58.<br><span class="bld">3</span>. [[revenue]] from property, ''Leg.Gort.''7.33; <b class="b3">τὰς ἐκ</b> [[ταύτης]] (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῆς ὠνῆσ ἐπικαρπίας.. ἐνενήκοντα μνᾶς ἐκλέξας</b> having collected 90 minae as the [[revenue]] from this tax, And.1.92.<br><span class="bld">4</span> [[profit]], Arist.''Pol.''1258b24; <b class="b3">αἱ ἐ.</b> the [[profits]], opp. the principal ([[τὰ]] [[ἀρχαῖα]]), D.27.50; ἐπικαρπίας λαμβάνειν Isoc.8.125; <b class="b3">γῆθεν ἀναμένοντι</b> <b class="b3">τὴν ἐ.</b> looking to the land for his [[profits]], Com.Adesp.133.3; <b class="b3">ἡ ἐ. τῶν</b> [[ἁδρῶν]] the [[profits]] on the full-grown animals, Antiph.20.<br><span class="bld">5</span>. [[tithe]] paid for the pasturage of cattle, Arist.''Oec.''1346a3.<br><span class="bld">6</span>. metaph., παρρησίας ἐπικαρπίαι D.C.39.10; κινδύνων Onos.34.4; τοῦ πόνου Ael. ''NA''2.8. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0945.png Seite 945]] ἡ, der Ertrag der Feldfrüchte, u. von anderen Dingen; ἡ [[ἐπέτειος]] ἐπικ. Plat. Legg. XII, 955 d; τῶν ἐν τῇ γῇ γεωργούντων Andoc. 1, 92; αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐπικ. D. Hal. 3, 58; auch ἐξ ὠνῆς, Andoc. 1, 92; τὰς ἐπικαρπίας λαμβάνειν, den Nutzen haben, Isocr. 8, 125; bes. auch von der Nutzung des Geldes, Zinsen, im <span class="ggns">Gegensatz</span> des Kapitals, [[ἀρχαῖον]], Dem. 27, 50. 64; Arist. u. Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />rapport d'une propriété foncière, revenu foncier ; <i>p. ext.</i> revenu <i>ou</i> produit d'un capital ; <i>fig.</i> fruit, bénéfice (d'un travail, d'une qualité, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καρπός]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἐπικαρπία]]) [[επικαρπούμαι]]<br /><b>1.</b> η [[κάρπωση]], η [[εκμετάλλευση]] τών προϊόντων της γης και το σχετικό [[δικαίωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αστ. δίκ.) εμπράγματο [[δικαίωμα]] που παρέχει την [[εξουσία]] χρήσεως και καρπώσεως ξένου πράγματος, κινητού ή ακίνητου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[παραγωγή]] καρπών, η [[εσοδεία]]<br /><b>2.</b> [[εισόδημα]], [[πρόσοδος]] από τους καρπούς<br /><b>3.</b> όφελος, [[κέρδος]]<br /><b>4.</b> η [[δεκάτη]] που πλήρωναν για τη [[βοσκή]] κτηνών<br /><b>5.</b> <i>αἱ ἑπικαρπίαι</i><br />οι τόκοι τών χρημάτων. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικαρπία:''' ([[καρπός]]), [[επικαρπία]] ιδιοκτησίας, [[εισόδημα]], [[κέρδος]], αντίθ. προς το κεφάλαιο (<i>τὰ ἀρχαῖα</i>), σε Δημ. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικαρπία:''' ἡ преимущ. pl.<br /><b class="num">1</b> [[доход]], [[прибыль]] Plat., Isocr., Dem., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[сбор за право выпаса]] Arst. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καρπός]]<br />the [[usufruct]] of a [[property]], [[revenue]], [[profit]], opp. to the [[principal]] (τὰ ἀρχαῖἀ, Dem. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[produce]], [[profits]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:05, 23 March 2024
English (LSJ)
ἡ,
A produce, crop, ἡ ἐπέτειος ἐ. Pl.Lg.955d, cf. IG12.328.11, Rev.Ét.Gr.10.29 (Thespiae, iii B.C.).
2. harvest-rights, Tab.Heracl.1.108, BGU101.19 (ii A.D.); usufruct, αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐ. D.H.3.58.
3. revenue from property, Leg.Gort.7.33; τὰς ἐκ ταύτης (sc. τῆς ὠνῆσ ἐπικαρπίας.. ἐνενήκοντα μνᾶς ἐκλέξας having collected 90 minae as the revenue from this tax, And.1.92.
4 profit, Arist.Pol.1258b24; αἱ ἐ. the profits, opp. the principal (τὰ ἀρχαῖα), D.27.50; ἐπικαρπίας λαμβάνειν Isoc.8.125; γῆθεν ἀναμένοντι τὴν ἐ. looking to the land for his profits, Com.Adesp.133.3; ἡ ἐ. τῶν ἁδρῶν the profits on the full-grown animals, Antiph.20.
5. tithe paid for the pasturage of cattle, Arist.Oec.1346a3.
6. metaph., παρρησίας ἐπικαρπίαι D.C.39.10; κινδύνων Onos.34.4; τοῦ πόνου Ael. NA2.8.
German (Pape)
[Seite 945] ἡ, der Ertrag der Feldfrüchte, u. von anderen Dingen; ἡ ἐπέτειος ἐπικ. Plat. Legg. XII, 955 d; τῶν ἐν τῇ γῇ γεωργούντων Andoc. 1, 92; αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐπικ. D. Hal. 3, 58; auch ἐξ ὠνῆς, Andoc. 1, 92; τὰς ἐπικαρπίας λαμβάνειν, den Nutzen haben, Isocr. 8, 125; bes. auch von der Nutzung des Geldes, Zinsen, im Gegensatz des Kapitals, ἀρχαῖον, Dem. 27, 50. 64; Arist. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
rapport d'une propriété foncière, revenu foncier ; p. ext. revenu ou produit d'un capital ; fig. fruit, bénéfice (d'un travail, d'une qualité, etc.).
Étymologie: ἐπί, καρπός.
Greek Monolingual
η (Α ἐπικαρπία) επικαρπούμαι
1. η κάρπωση, η εκμετάλλευση τών προϊόντων της γης και το σχετικό δικαίωμα
νεοελλ.
(αστ. δίκ.) εμπράγματο δικαίωμα που παρέχει την εξουσία χρήσεως και καρπώσεως ξένου πράγματος, κινητού ή ακίνητου
αρχ.
1. η παραγωγή καρπών, η εσοδεία
2. εισόδημα, πρόσοδος από τους καρπούς
3. όφελος, κέρδος
4. η δεκάτη που πλήρωναν για τη βοσκή κτηνών
5. αἱ ἑπικαρπίαι
οι τόκοι τών χρημάτων.
Greek Monotonic
ἐπικαρπία: (καρπός), επικαρπία ιδιοκτησίας, εισόδημα, κέρδος, αντίθ. προς το κεφάλαιο (τὰ ἀρχαῖα), σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαρπία: ἡ преимущ. pl.
1 доход, прибыль Plat., Isocr., Dem., Arst.;
2 сбор за право выпаса Arst.
Middle Liddell
καρπός
the usufruct of a property, revenue, profit, opp. to the principal (τὰ ἀρχαῖἀ, Dem.