ποτιπτήσσω: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(6_6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=potiptisso | |Transliteration C=potiptisso | ||
|Beta Code=potipth/ssw | |Beta Code=potipth/ssw | ||
|Definition= | |Definition== [[προσπτήσσω]] (which is not found), [[crouch]] or [[cower towards]], <b class="b3">ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι</b> (Ep. pf. part.) [[verging towards]] it, so as to shut it in, Od.13.98. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part pf. fém. pl.</i> ποτιπεπτηυῖαι;<br />s'appuyer contre, <i>càd</i> couvrir, protéger <i>en parl. des pointes de terre à l'extrémité d'un port</i>.<br />'''Étymologie:''' épq. p. *προσ-[[πτήσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποτιπτήσσω:''' дор. = * [[προσπτήσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποτιπτήσσω''': Δωρ. ἀντὶ προσπτ- ([[ὅπερ]] ἄχρηστον, συμμαζώνομαι πλησίον, [[προσκλίνω]], ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ.), προσκλίνουσαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐγκλείωσιν. αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· ― [[ὅπερ]] ὁ Heyne καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ὡς Ἐπικ., ἀντὶ προσπεπτωκυῖαι ἐκ τοῦ [[προσπίπτω]], ἀλλὰ πρβλ. [[πτήσσω]]. | |lstext='''ποτιπτήσσω''': Δωρ. ἀντὶ προσπτ- ([[ὅπερ]] ἄχρηστον, συμμαζώνομαι πλησίον, [[προσκλίνω]], ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ.), προσκλίνουσαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἐγκλείωσιν. αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· ― [[ὅπερ]] ὁ Heyne καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ὡς Ἐπικ., ἀντὶ προσπεπτωκυῖαι ἐκ τοῦ [[προσπίπτω]], ἀλλὰ πρβλ. [[πτήσσω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=perf. [[part]]. ποτιπεπτηυῖαι: [[sink]] [[down]] [[towards]], τινός, Od. 13.98†. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ζαρώνω]], μαζεύομαι [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[προσκλίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποτί]], τ. [[ισοδύναμος]] του [[πρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πτήσσω]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποτιπτήσσω:''' Δωρ. αντί προσ-[[πτήσσω]] (που δεν χρησιμ.), μαζεύομαι, [[ζαρώνω]] από φόβο, με γεν., <i>ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι</i>, (Επικ. θηλ. μτχ. παρακ. αντί <i>προσπεπτηκυῖαι</i>), που προσκλίνουν έτσι ώστε να το εγκλείσουν αυτό μέσα τους, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ποτι-[[πτήσσω]], [doric for [[προσπτήσσω]], [[which]] is not in use]<br />to [[crouch]] or [[cower]] [[towards]], c. gen., ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (epic perf. [[part]]. fem. for προσπεπτηκυῖαἰ verging [[towards]] it, so as to [[shut]] it in, Od. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
= προσπτήσσω (which is not found), crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ep. pf. part.) verging towards it, so as to shut it in, Od.13.98.
French (Bailly abrégé)
part pf. fém. pl. ποτιπεπτηυῖαι;
s'appuyer contre, càd couvrir, protéger en parl. des pointes de terre à l'extrémité d'un port.
Étymologie: épq. p. *προσ-πτήσσω.
Russian (Dvoretsky)
ποτιπτήσσω: дор. = * προσπτήσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιπτήσσω: Δωρ. ἀντὶ προσπτ- (ὅπερ ἄχρηστον, συμμαζώνομαι πλησίον, προσκλίνω, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ.), προσκλίνουσαι οὕτως ὥστε νὰ ἐγκλείωσιν. αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· ― ὅπερ ὁ Heyne καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ὡς Ἐπικ., ἀντὶ προσπεπτωκυῖαι ἐκ τοῦ προσπίπτω, ἀλλὰ πρβλ. πτήσσω.
English (Autenrieth)
perf. part. ποτιπεπτηυῖαι: sink down towards, τινός, Od. 13.98†.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.)
1. ζαρώνω, μαζεύομαι κοντά σε κάποιον
2. προσκλίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + πτήσσω.
Greek Monotonic
ποτιπτήσσω: Δωρ. αντί προσ-πτήσσω (που δεν χρησιμ.), μαζεύομαι, ζαρώνω από φόβο, με γεν., ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, (Επικ. θηλ. μτχ. παρακ. αντί προσπεπτηκυῖαι), που προσκλίνουν έτσι ώστε να το εγκλείσουν αυτό μέσα τους, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ποτι-πτήσσω, [doric for προσπτήσσω, which is not in use]
to crouch or cower towards, c. gen., ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (epic perf. part. fem. for προσπεπτηκυῖαἰ verging towards it, so as to shut it in, Od.