διαβαστάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(6_13b)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diavastazo
|Transliteration C=diavastazo
|Beta Code=diabasta/zw
|Beta Code=diabasta/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">carry over</b>, Aq.<span class="title">Is.</span>51.18, Sm.<span class="title">Ex.</span>15.13:—Pass., Vett. Val.162.28. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">weigh in the hand, estimate</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dem.</span>25</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ep.Sat.</span>33</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">contain</b>, Vett. Val.<span class="bibl">222.1</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[carry over]], Aq.''Is.''51.18, Sm.''Ex.''15.13:—Pass., Vett. Val.162.28.<br><span class="bld">II</span> [[weigh in the hand]], [[estimate]], Plu.''Dem.''25, Luc.''Ep.Sat.''33.<br><span class="bld">2</span> [[contain]], Vett. Val.222.1.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[sopesar]] διαβαστάσαντα τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου σκέψασθαι Plu.<i>Dem</i>.25, cf. Luc.<i>Sat</i>.33, τὸ ἀνθηρότατον Vett.Val.211.5<br /><b class="num">•</b>[[alzar]], [[levantar en brazos]] <i>A.Andr.et Matt</i>.16<br /><b class="num">•</b>[[llevar]], [[transportar]] ἡ κινητικὴ τοῦ ἐλέφαντος [[αἰτία]], τηλικοῦτόν γε ὄγκον διαβαστάζουσα S.E.<i>M</i>.9.116, cf. Aq.<i>Is</i>.51.18, Sm.<i>Ex</i>.15.13, en v. pas. τὸ ὕδωρ διαβασταζόμενον ἐκ τῆς γῆς Vett.Val.154.11, cf. Eus.M.23.373A.<br /><b class="num">2</b> fig. [[sostener]], [[sustentar]] ἐν τῇ ἀλγηδόνι ὄντα τὸν ἀδελφὸν διαβαστάζων Ath.Al.M.28.585C, τὴν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν Eus.<i>Is</i>.49.23, cf. Chrys.M.51.51, (στύλοι) οἱ τὸν τῆς σοφίας οἶκον διαβαστάζοντες Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.417.19<br /><b class="num"></b>[[soportar]], [[aguantar]] τὰ ἀσθενέστερα (τῶν μελῶν) Basil.M.31.1421B<br /><b class="num"></b>en v. med. mismo sent. τὸ σῶμα ἀναπαύλαις διαβασταζόμενον παρίεται el cuerpo marcha aguantando a base de momentos de reposo</i> por op. al alma que no puede cansarse, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.9, ἂν ... ἐκεῖνα βλαβῇ, καὶ διαβαστάζεται καὶ πρὸς ὑγιείαν ἐπάνεισι si aquéllos (el ojo o la nariz) son dañados, resisten y sanan</i> Chrys.M.61.259, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.59.4.8.
}}
{{bailly
|btext=soupeser, peser ; évaluer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βαστάζω]].
}}
{{pape
|ptext=([[βαστάζω]]), <i>durch-, [[hinübertragen]], [[LXX]]; mit der Hand [[abwägen]]</i>, Luc. <i>Ep.Sat</i>. 33; Plut. <i>Dem</i>. 20.
}}
{{elru
|elrutext='''διαβαστάζω:''' [[взвешивать в руке]], [[определять]] (на вес) (τὸ [[βάρος]] Luc.; ''[[sc.]]'' τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβαστάζω''': μέλλ. -άσω, [[μεταφέρω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. [[δοκιμάζω]] τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. [[ὑποφέρω]] τι [[μέχρι]] τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.
|lstext='''διαβαστάζω''': μέλλ. -άσω, [[μεταφέρω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. [[δοκιμάζω]] τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. [[ὑποφέρω]] τι [[μέχρι]] τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαβαστάζω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[διαβιβάζω]]<br /><b>2.</b> [[εκτιμώ]] το [[βάρος]] αντικειμένου ζυγίζοντας το με το [[χέρι]]<br /><b>3.</b> [[υπομένω]] [[μέχρι]] [[τέλος]]<br /><b>4.</b> [[περιλαμβάνω]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> υποβαστάζομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαβαστάζω:''' [[ζυγίζω]], [[υπολογίζω]] με το [[χέρι]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[weigh]] in the [[hand]], [[estimate]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβαστάζω Medium diacritics: διαβαστάζω Low diacritics: διαβαστάζω Capitals: ΔΙΑΒΑΣΤΑΖΩ
Transliteration A: diabastázō Transliteration B: diabastazō Transliteration C: diavastazo Beta Code: diabasta/zw

English (LSJ)

A carry over, Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13:—Pass., Vett. Val.162.28.
II weigh in the hand, estimate, Plu.Dem.25, Luc.Ep.Sat.33.
2 contain, Vett. Val.222.1.

Spanish (DGE)

1 sopesar διαβαστάσαντα τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου σκέψασθαι Plu.Dem.25, cf. Luc.Sat.33, τὸ ἀνθηρότατον Vett.Val.211.5
alzar, levantar en brazos A.Andr.et Matt.16
llevar, transportar ἡ κινητικὴ τοῦ ἐλέφαντος αἰτία, τηλικοῦτόν γε ὄγκον διαβαστάζουσα S.E.M.9.116, cf. Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13, en v. pas. τὸ ὕδωρ διαβασταζόμενον ἐκ τῆς γῆς Vett.Val.154.11, cf. Eus.M.23.373A.
2 fig. sostener, sustentar ἐν τῇ ἀλγηδόνι ὄντα τὸν ἀδελφὸν διαβαστάζων Ath.Al.M.28.585C, τὴν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν Eus.Is.49.23, cf. Chrys.M.51.51, (στύλοι) οἱ τὸν τῆς σοφίας οἶκον διαβαστάζοντες Gr.Nyss.Hom.in Cant.417.19
soportar, aguantar τὰ ἀσθενέστερα (τῶν μελῶν) Basil.M.31.1421B
en v. med. mismo sent. τὸ σῶμα ἀναπαύλαις διαβασταζόμενον παρίεται el cuerpo marcha aguantando a base de momentos de reposo por op. al alma que no puede cansarse, Clem.Al.Paed.2.9, ἂν ... ἐκεῖνα βλαβῇ, καὶ διαβαστάζεται καὶ πρὸς ὑγιείαν ἐπάνεισι si aquéllos (el ojo o la nariz) son dañados, resisten y sanan Chrys.M.61.259, cf. Epiph.Const.Haer.59.4.8.

French (Bailly abrégé)

soupeser, peser ; évaluer.
Étymologie: διά, βαστάζω.

German (Pape)

(βαστάζω), durch-, hinübertragen, LXX; mit der Hand abwägen, Luc. Ep.Sat. 33; Plut. Dem. 20.

Russian (Dvoretsky)

διαβαστάζω: взвешивать в руке, определять (на вес) (τὸ βάρος Luc.; sc. τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβαστάζω: μέλλ. -άσω, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. δοκιμάζω τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. ὑποφέρω τι μέχρι τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.

Greek Monolingual

διαβαστάζω (AM)
1. διαβιβάζω
2. εκτιμώ το βάρος αντικειμένου ζυγίζοντας το με το χέρι
3. υπομένω μέχρι τέλος
4. περιλαμβάνω
5. παθ. υποβαστάζομαι.

Greek Monotonic

διαβαστάζω: ζυγίζω, υπολογίζω με το χέρι, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to weigh in the hand, estimate, Plut.