ἀργυραμοιβικός: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(6_11) |
mNo edit summary |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=argyramoivikos | |Transliteration C=argyramoivikos | ||
|Beta Code=a)rguramoibiko/s | |Beta Code=a)rguramoibiko/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=ἀργυραμοιβική, ἀργυραμοιβικόν, [[of a money changer]] or [[for a money changer]]: ἡ [[ἀργυραμοιβική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) = the [[art of money changing]], Poll.7.170; personified, Luc.Bis Acc.13,24. Adv. [[ἀργυραμοιβικῶς]] = [[like a money changer]] Id.''Hist.Conscr.''10. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[relativo al cambio de dinero]], [[τράπεζα ἀργυραμοιβική]] = [[mesa de cambio]], [[banco]] Theopomp.Hist.291, Did.<i>in D</i>.5.10, (<i>[[sc.]]</i> τέχνη) Poll.7.170, 209<br /><b class="num">•</b>dud. ἀργυραμοιβικὴν τράπεζαν <i>PRev.Laws</i> 73.3 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ [[ἀργυραμοιβική]] = [[la banca]] Luc.<i>Bis Acc</i>.13, 24.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀργυραμοιβικῶς]] = [[a la manera de los cambistas]] ἀργυραμοιβικῶς [[ἐξετάζειν]] Luc.<i>Hist.Cons</i>.10. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne le change de l'argent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀργυραμοιβός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργυραμοιβικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) | |lstext='''ἀργυραμοιβικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) Πολυδ. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. [[ἀργυραμοιβικῶς]], κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀργυραμοιβικός]], -ή, -όν (Α) [[αργυραμοιβός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργῠρᾰμοιβικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] στην [[ανταλλαγή]] δηλ. των νομισμάτων, λέγεται για αργυραμοιβή, για τραπεζίτη, σε Λουκ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀργυραμοιβός]]<br />of or for a [[money]]-changer, [[money]]-changing, Luc.:—adv. [[ἀργυραμοιβικῶς]], Luc. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zum [[Geldwechsler]] [[gehörig]]</i>, ἡ, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], Geldwechslergeschäft, Luc. <i>Bis acc</i>. 13.34.<br><b class="num">• Adv.</b> [[ἀργυραμοιβικῶς]], Id. <i>Hist. scrib</i>. 10. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:13, 3 February 2024
English (LSJ)
ἀργυραμοιβική, ἀργυραμοιβικόν, of a money changer or for a money changer: ἡ ἀργυραμοιβική (sc. τέχνη) = the art of money changing, Poll.7.170; personified, Luc.Bis Acc.13,24. Adv. ἀργυραμοιβικῶς = like a money changer Id.Hist.Conscr.10.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 relativo al cambio de dinero, τράπεζα ἀργυραμοιβική = mesa de cambio, banco Theopomp.Hist.291, Did.in D.5.10, (sc. τέχνη) Poll.7.170, 209
•dud. ἀργυραμοιβικὴν τράπεζαν PRev.Laws 73.3 (III a.C.)
•subst. ἡ ἀργυραμοιβική = la banca Luc.Bis Acc.13, 24.
2 adv. ἀργυραμοιβικῶς = a la manera de los cambistas ἀργυραμοιβικῶς ἐξετάζειν Luc.Hist.Cons.10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le change de l'argent.
Étymologie: ἀργυραμοιβός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργυραμοιβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. ἀργυραμοιβικῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.
Greek Monolingual
ἀργυραμοιβικός, -ή, -όν (Α) αργυραμοιβός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό.
Greek Monotonic
ἀργῠρᾰμοιβικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος στην ανταλλαγή δηλ. των νομισμάτων, λέγεται για αργυραμοιβή, για τραπεζίτη, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀργυραμοιβός
of or for a money-changer, money-changing, Luc.:—adv. ἀργυραμοιβικῶς, Luc.
German (Pape)
zum Geldwechsler gehörig, ἡ, sc. τέχνη, Geldwechslergeschäft, Luc. Bis acc. 13.34.
• Adv. ἀργυραμοιβικῶς, Id. Hist. scrib. 10.