εὐκοσμία: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(CSV import) |
|||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efkosmia | |Transliteration C=efkosmia | ||
|Beta Code=eu)kosmi/a | |Beta Code=eu)kosmi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[orderly behaviour]], [[good conduct]], [[decency]], E.''Ba.''693, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.2.3, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1299b16, etc.; τῆς εὐκοσμίας τῆς περὶ τὸ θέατρον ''IG''22.354.16 (iv B.C.); εὐκοσμία τοῦ θεάτρου ib. 22.223B8; εὐκοσμία ἡ κατὰ τὸ ἱερόν ''SIG''1007.24 (Pergam., ii B.C.); εὐκοσμία τῶν παίδων [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 325d; ὁ ἐπὶ τῆς εὐκοσμίας καὶ τῶν παρθένων ''CIG''3185.19 (Smyrna); ὁ ἐπὶ τῆς εὐκοσμίας ἄρχων ''IGRom.''4.582 (Aezani). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] ἡ, anständiges Betragen, Sittsamkeit u. Bescheidenheit, Plat. Prot. 325 d; der [[σωφροσύνη]] entsprechend, Aesch. 1, 22; den νόμοις entggstzt, also gute Ordnung, Dem. 25, 9; vgl. Eur. Bacch. 693; Xen. Cyr. 1, 2, 3 u. Folgde; gute Einrichtung des Staats, Arist. pol. 4, 15. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[bon ordre]], [[conduite réglée]], [[décence]].<br />'''Étymologie:''' [[εὔκοσμος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκοσμία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[порядок]], [[дисциплина]] (τῶν πεπαιδευμένων Xen.; ''[[sc.]]'' τῆς πόλεως Arst., Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[благовоспитанность]], [[благопристойность]], [[учтивое обращение]] (πρὸς ἀλλήλους Xen.; pl. τῶν παίδων Plat.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὐκοσμία''': ἡ, καλὸς [[τρόπος]], καλὴ [[διαγωγή]], [[εὐπρέπεια]] τρόπου, Εὐρ. Βάκχ. 693, Ξεν., κλ., πληθυντ., εὐκοσμίαι τῶν παίδων Πλάτ. Πρωτ. 325D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 9· ὁ ἐπὶ τῆς εὐκοσμίας καὶ τῶν παρθένων, ἄρχων τιε οἷος ὁ censor morum, Ἐπιγρ. Σμύρν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3185. 19· ὁ ἐπὶ τῆς εὐκ. ἄρχων [[αὐτόθι]] 3831a. 14 (προσθῆκαι), 3847m (προσθῆκαι). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκοσμία]]) [[εύκοσμος]]<br />η καλή [[συμπεριφορά]], η [[ευταξία]], η [[κοσμιότητα]], η [[ευπρέπεια]] («ἐντέλλονται ἐπιμελεῖσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ομορφιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διακόσμηση]], [[στόλισμα]], [[καλλωπισμός]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐκοσμία:''' ἡ, δέουσα [[συμπεριφορά]], [[καλή]] [[διαγωγή]], [[ευγένεια]], καλοί τρόποι, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[εὐκοσμία]], ἡ,<br />[[orderly]] [[behaviour]], [[good]] [[conduct]], [[decency]], Eur., Xen., etc. [from [[εὔκοσμος]] | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[decency]], [[orderliness]], [[respectfulness]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:27, 21 November 2024
English (LSJ)
ἡ, orderly behaviour, good conduct, decency, E.Ba.693, X.Cyr.1.2.3, Arist.Pol.1299b16, etc.; τῆς εὐκοσμίας τῆς περὶ τὸ θέατρον IG22.354.16 (iv B.C.); εὐκοσμία τοῦ θεάτρου ib. 22.223B8; εὐκοσμία ἡ κατὰ τὸ ἱερόν SIG1007.24 (Pergam., ii B.C.); εὐκοσμία τῶν παίδων Pl.Prt. 325d; ὁ ἐπὶ τῆς εὐκοσμίας καὶ τῶν παρθένων CIG3185.19 (Smyrna); ὁ ἐπὶ τῆς εὐκοσμίας ἄρχων IGRom.4.582 (Aezani).
German (Pape)
[Seite 1075] ἡ, anständiges Betragen, Sittsamkeit u. Bescheidenheit, Plat. Prot. 325 d; der σωφροσύνη entsprechend, Aesch. 1, 22; den νόμοις entggstzt, also gute Ordnung, Dem. 25, 9; vgl. Eur. Bacch. 693; Xen. Cyr. 1, 2, 3 u. Folgde; gute Einrichtung des Staats, Arist. pol. 4, 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bon ordre, conduite réglée, décence.
Étymologie: εὔκοσμος.
Russian (Dvoretsky)
εὐκοσμία: ἡ
1 порядок, дисциплина (τῶν πεπαιδευμένων Xen.; sc. τῆς πόλεως Arst., Plut.);
2 благовоспитанность, благопристойность, учтивое обращение (πρὸς ἀλλήλους Xen.; pl. τῶν παίδων Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκοσμία: ἡ, καλὸς τρόπος, καλὴ διαγωγή, εὐπρέπεια τρόπου, Εὐρ. Βάκχ. 693, Ξεν., κλ., πληθυντ., εὐκοσμίαι τῶν παίδων Πλάτ. Πρωτ. 325D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 9· ὁ ἐπὶ τῆς εὐκοσμίας καὶ τῶν παρθένων, ἄρχων τιε οἷος ὁ censor morum, Ἐπιγρ. Σμύρν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3185. 19· ὁ ἐπὶ τῆς εὐκ. ἄρχων αὐτόθι 3831a. 14 (προσθῆκαι), 3847m (προσθῆκαι).
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐκοσμία) εύκοσμος
η καλή συμπεριφορά, η ευταξία, η κοσμιότητα, η ευπρέπεια («ἐντέλλονται ἐπιμελεῖσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
ομορφιά
αρχ.
διακόσμηση, στόλισμα, καλλωπισμός.
Greek Monotonic
εὐκοσμία: ἡ, δέουσα συμπεριφορά, καλή διαγωγή, ευγένεια, καλοί τρόποι, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
εὐκοσμία, ἡ,
orderly behaviour, good conduct, decency, Eur., Xen., etc. [from εὔκοσμος