ταλαντοῦχος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_15) |
|||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=talantoychos | |Transliteration C=talantoychos | ||
|Beta Code=talantou=xos | |Beta Code=talantou=xos | ||
|Definition= | |Definition=ταλαντοῦχον, ([[ἔχω]]) [[holding the balance]]: metaph., <b class="b3">Ἄρης τ. ἐν μάχῃ</b> [[he who holds the scale]] in battle, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''439 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1065.png Seite 1065]] die Waage haltend u. abwägend; [[Ἄρης]] ταλ. ἐν μάχῃ, der das Kriegsglück in der Schlacht zuwägt, Aesch. Ag. 450. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1065.png Seite 1065]] die Waage haltend u. abwägend; [[Ἄρης]] ταλ. ἐν μάχῃ, der das Kriegsglück in der Schlacht zuwägt, Aesch. Ag. 450. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />[[qui tient la balance]].<br />'''Étymologie:''' [[τάλαντον]], [[ἔχω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰλαντοῦχος:''' держащий весы, т. е. определяющий исход (сражения) ([[Ἄρης]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰλαντοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὰ τάλαντα, τὰς πλάστιγγας, μεταφ., Ἄρης [[ταλαντοῦχος]] ἐν μάχῃ [[δορός]], ὁ μετατρέπων ἢ [[ὁρίζων]] τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 439 ([[ἔνθα]] ἡ γεν. δορὸς ἀνήκει εἰς τὸ μάχῃ, οὐχὶ εἰς τὸ ταλ-.). | |lstext='''τᾰλαντοῦχος''': -ον, ([[ἔχω]]) ὁ κρατῶν τὰ τάλαντα, τὰς πλάστιγγας, μεταφ., Ἄρης [[ταλαντοῦχος]] ἐν μάχῃ [[δορός]], ὁ μετατρέπων ἢ [[ὁρίζων]] τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 439 ([[ἔνθα]] ἡ γεν. δορὸς ἀνήκει εἰς τὸ μάχῃ, οὐχὶ εἰς τὸ ταλ-.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / ταλαντοῦχος, -ον, ΝΑ, θηλ. και [[ταλαντούχος]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βαθύπλουτος]]<br /><b>2.</b> ο [[προικισμένος]] με [[ταλέντο]] («[[ταλαντούχος]] [[ηθοποιός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που κρατά τους δίσκους του ζυγού, της ζυγαριάς («[[Ἄρης]]... ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ [[δορός]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάλαντον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰλαντοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που κρατάει τα τάλαντα, την [[ζυγαριά]]· μεταφ., [[Ἄρης]] [[ταλαντοῦχος]], αυτός που ορίζει την [[έκβαση]] της μάχης, σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τᾰλαντ-οῦχος, ον, [ἔχω]<br />holding the [[balance]]: metaph., [[Ἄρης]] τ. who turns the [[scale]] in [[battle]], Aesch. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[τάλαντον]] + [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στό [[ρῆμα]] [[τλάω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 29 October 2024
English (LSJ)
ταλαντοῦχον, (ἔχω) holding the balance: metaph., Ἄρης τ. ἐν μάχῃ he who holds the scale in battle, A.Ag.439 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1065] die Waage haltend u. abwägend; Ἄρης ταλ. ἐν μάχῃ, der das Kriegsglück in der Schlacht zuwägt, Aesch. Ag. 450.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
qui tient la balance.
Étymologie: τάλαντον, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλαντοῦχος: держащий весы, т. е. определяющий исход (сражения) (Ἄρης Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαντοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὰ τάλαντα, τὰς πλάστιγγας, μεταφ., Ἄρης ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ δορός, ὁ μετατρέπων ἢ ὁρίζων τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 439 (ἔνθα ἡ γεν. δορὸς ἀνήκει εἰς τὸ μάχῃ, οὐχὶ εἰς τὸ ταλ-.).
Greek Monolingual
-α, -ο / ταλαντοῦχος, -ον, ΝΑ, θηλ. και ταλαντούχος Ν
νεοελλ.
1. βαθύπλουτος
2. ο προικισμένος με ταλέντο («ταλαντούχος ηθοποιός»)
αρχ.
μτφ. αυτός που κρατά τους δίσκους του ζυγού, της ζυγαριάς («Ἄρης... ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ δορός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαντον + -οῦχος].
Greek Monotonic
τᾰλαντοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που κρατάει τα τάλαντα, την ζυγαριά· μεταφ., Ἄρης ταλαντοῦχος, αυτός που ορίζει την έκβαση της μάχης, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τᾰλαντ-οῦχος, ον, [ἔχω]
holding the balance: metaph., Ἄρης τ. who turns the scale in battle, Aesch.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό τάλαντον + ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα τλάω.