ἐπιρρεπής: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epirrepis
|Transliteration C=epirrepis
|Beta Code=e)pirreph/s
|Beta Code=e)pirreph/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inclining the balance</b>, <b class="b3">μνᾶς -έστερον βραχύ</b> rather <b class="b2">more than</b> a mina <b class="b2">in weight</b>, Damocr. ap. Gal.13.919. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. <b class="b2">leaning</b> <b class="b2">towards, prone to</b>, πρός τι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>60</span>, <span class="bibl">Ath.13.576f</span> (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον <span class="bibl">Hdn.6.9.8</span>; εἰς κακίαν <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>3p.425M.</span>; -εστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν <span class="bibl">Hdn.5.8.2</span>: abs., <b class="b3">ἐλπίδες -έστεραι</b> <b class="b2">favourable</b>, <span class="bibl">Plb.1.55.1</span>. Adv. -πῶς, ἔχειν πρός τι <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.22.1</span>; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.<span class="title">Milt.</span>61: Comp. -έστερον <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.280</span>: Sup. <b class="b3">-έστατα</b> Men.Prot.<span class="bibl">p.119</span> D.</span>
|Definition=ἐπιρρεπές,<br><span class="bld">A</span> [[inclining the balance]], <b class="b3">μνᾶς ἐπιρρεπέστερον βραχύ</b> rather [[more]] [[than]] a [[mina]] in [[weight]], Damocr. ap. Gal.13.919.<br><span class="bld">II</span>. [[leaning]] [[towards]], [[prone to]], πρός τι Luc.''Hist.Conscr.''60, Ath.13.576f (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον Hdn.6.9.8; εἰς κακίαν Hierocl.''in CA''3p.425M.; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν Hdn.5.8.2: abs., <b class="b3">ἐλπίδες ἐπιρρεπέστεραι</b> [[favourable]], Plb.1.55.1. Adv. [[ἐπιρρεπῶς]] = [[with inclination]], [[in a favorable way]], ἔχειν πρός τι Arr.''Epict.''3.22.1; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.''Milt.''61: Comp. ἐπιρρεπέστερον S.E.''M.''1.280: Sup. <b class="b3">ἐπιρρεπέστατα</b> Men.Prot.p.119 D.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui penche vers, enclin à, porté à : πρός τι enclin à qch;<br /><i>Cp.</i> ἐπιρρεπέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιρρέπω]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>sich [[wohin]] [[neigend]], [[geneigt]]</i>, πρός τι, Ath. XIII.607b; ἐπιρρεπέστερος ὢν πρὸς ἀφροδίσια 576f; σὺ δ' [[ἀκίνδυνος]] καὶ πρὸς οὐδὲν ἐπιρρεπέστερος Luc. <i>hist. scrib</i>. 60; εἰς τὸ φιλάνθρωπον Hdn. 6.9.7; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρὸς Ἀλέξανδρον [[εἶχον]] 5.8.2; ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, <i>[[günstiger]]e</i> [[Hoffnung]], Pol. 1.55.1.<br><b class="num">• Adv.</b>, ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι, zu [[Etwas]] [[geneigt]] sein, Arr. <i>Epict</i>. 3.22.1, wie ἐπιρρεπέστερον, Sext.Emp. <i>adv. gr</i>. 280.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιρρεπής:'''<br /><b class="num">1</b> [[наклонный]], [[склонный]] (πρός τι Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[благоприятный]], [[благоприятствующий]] ([[ἐλπίς]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιρρεπής''': -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων [[πρός]] τι, Λατ. proclivis, [[πρός]] τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας [[πρός]] τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν [[πρός]] τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.
|lstext='''ἐπιρρεπής''': -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων [[πρός]] τι, Λατ. [[proclivis]], [[πρός]] τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας [[πρός]] τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν [[πρός]] τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐπιρρεπής]], -ές) [[επιρρέπω]]<br />αυτός που έχει [[ροπή]], [[κλίση]], [[διάθεση]] για [[κάτι]] («[[επιρρεπής]] στις ηδονές»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[αφτί]]) κρεμασμένος, [[κρεμαστός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιρρεπώς</i><br />με [[κλίση]], με [[διάθεση]] για [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρεπής:''' -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. [[proclivis]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιρρεπής]], ές<br />[[leaning]] [[towards]], Lat. [[proclivis]], Luc.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού [[ἔχει]] κλίση πρός κάτι). Ἀπό τό [[ἐπιρρέπω]] ([[ἐπί]] + [[ρέπω]] = [[κλίνω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ρέπω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρεπής Medium diacritics: ἐπιρρεπής Low diacritics: επιρρεπής Capitals: ΕΠΙΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: epirrepḗs Transliteration B: epirrepēs Transliteration C: epirrepis Beta Code: e)pirreph/s

English (LSJ)

ἐπιρρεπές,
A inclining the balance, μνᾶς ἐπιρρεπέστερον βραχύ rather more than a mina in weight, Damocr. ap. Gal.13.919.
II. leaning towards, prone to, πρός τι Luc.Hist.Conscr.60, Ath.13.576f (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον Hdn.6.9.8; εἰς κακίαν Hierocl.in CA3p.425M.; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν Hdn.5.8.2: abs., ἐλπίδες ἐπιρρεπέστεραι favourable, Plb.1.55.1. Adv. ἐπιρρεπῶς = with inclination, in a favorable way, ἔχειν πρός τι Arr.Epict.3.22.1; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.Milt.61: Comp. ἐπιρρεπέστερον S.E.M.1.280: Sup. ἐπιρρεπέστατα Men.Prot.p.119 D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche vers, enclin à, porté à : πρός τι enclin à qch;
Cp. ἐπιρρεπέστερος.
Étymologie: ἐπιρρέπω.

German (Pape)

ές, sich wohin neigend, geneigt, πρός τι, Ath. XIII.607b; ἐπιρρεπέστερος ὢν πρὸς ἀφροδίσια 576f; σὺ δ' ἀκίνδυνος καὶ πρὸς οὐδὲν ἐπιρρεπέστερος Luc. hist. scrib. 60; εἰς τὸ φιλάνθρωπον Hdn. 6.9.7; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρὸς Ἀλέξανδρον εἶχον 5.8.2; ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, günstigere Hoffnung, Pol. 1.55.1.
• Adv., ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι, zu Etwas geneigt sein, Arr. Epict. 3.22.1, wie ἐπιρρεπέστερον, Sext.Emp. adv. gr. 280.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρεπής:
1 наклонный, склонный (πρός τι Luc.);
2 благоприятный, благоприятствующий (ἐλπίς Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρεπής: -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων πρός τι, Λατ. proclivis, πρός τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπιρρεπής, -ές) επιρρέπω
αυτός που έχει ροπή, κλίση, διάθεση για κάτιεπιρρεπής στις ηδονές»)
μσν.
(για αφτί) κρεμασμένος, κρεμαστός.
επίρρ...
επιρρεπώς
με κλίση, με διάθεση για κάτι.

Greek Monotonic

ἐπιρρεπής: -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. proclivis, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐπιρρεπής, ές
leaning towards, Lat. proclivis, Luc.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἔχει κλίση πρός κάτι). Ἀπό τό ἐπιρρέπω (ἐπί + ρέπω = κλίνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρέπω.