παραγνωρίζω: Difference between revisions
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
(6_22) |
(30) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραγνωρίζω''': ὡς καὶ νῦν, κακῶς [[ἐκλαμβάνω]] ἢ [[κρίνω]] τι, τὰς ἀρετὰς οἱ πονηροὶ ὡς κακίας παραγνωρίζουσι Θαλασσίου Ἑκατοντάδες σ. 1183D, κτλ. | |lstext='''παραγνωρίζω''': ὡς καὶ νῦν, κακῶς [[ἐκλαμβάνω]] ἢ [[κρίνω]] τι, τὰς ἀρετὰς οἱ πονηροὶ ὡς κακίας παραγνωρίζουσι Θαλασσίου Ἑκατοντάδες σ. 1183D, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜ<br />[[κάνω]] κακή [[κρίση]] ή εσφαλμένη [[αναγνώριση]], [[παρορώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δεν [[εκτιμώ]] [[κάτι]] όσο [[πρέπει]], δεν [[αποδίδω]] την αρμόζουσα [[εκτίμηση]] σε [[κάτι]], [[υποτιμώ]], [[αψηφώ]] («παραγνωρίζει την [[αξία]] του»)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[λάθος]] στην [[αναγνώριση]] κάποιου, τον [[παίρνω]] για κάποιον [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>παραγνωρίζομαι</i><br />[[αποκτώ]] υπερβολική [[οικειότητα]] με κάποιον («παραγνωριστήκαμε μού φαίνεται!»)<br /><b>μσν.</b><br />[[αγνοώ]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:13, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
παραγνωρίζω: ὡς καὶ νῦν, κακῶς ἐκλαμβάνω ἢ κρίνω τι, τὰς ἀρετὰς οἱ πονηροὶ ὡς κακίας παραγνωρίζουσι Θαλασσίου Ἑκατοντάδες σ. 1183D, κτλ.
Greek Monolingual
ΝΜ
κάνω κακή κρίση ή εσφαλμένη αναγνώριση, παρορώ
νεοελλ.
1. δεν εκτιμώ κάτι όσο πρέπει, δεν αποδίδω την αρμόζουσα εκτίμηση σε κάτι, υποτιμώ, αψηφώ («παραγνωρίζει την αξία του»)
2. κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, τον παίρνω για κάποιον άλλο
3. παθ. παραγνωρίζομαι
αποκτώ υπερβολική οικειότητα με κάποιον («παραγνωριστήκαμε μού φαίνεται!»)
μσν.
αγνοώ.