θανατικός: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(CSV import) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thanatikos | |Transliteration C=thanatikos | ||
|Beta Code=qanatiko/s | |Beta Code=qanatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=θανατική, θανατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[deadly]], <b class="b3">θ. ἐγκλήματα</b> [[capital]] charges, [[Diodorus Siculus|D.S.]]37.5; [[νόμοι]], [[ζημία]], J.''BJ''3.5.7, ''AJ''15.11.5; <b class="b3">δίκη θ.</b> trial [[on a capital charge]], Plu.''Per.''10, ''Alex.''42; of planetary influences, Vett. Val.129.4.<br><span class="bld">2</span> Medic., [[fatal]], συνδρομή Gal.16.545.<br><span class="bld">3</span> Adv. [[θανατικῶς]], λέγεσθαι, as expl. of [[δυσηλεγής]], Eust.321.40. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1186.png Seite 1186]] den Tod betreffend, zu ihm gehörig, [[δίκη]], [[κρίσις]], Prozess auf Tod u. Leben, Criminalproceß, Plut. Pericl. 10 Alex. 42 u. a. Sp.; auch adv. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la mort : θανατικὴ [[δίκη]] PLUT procès capital, qui peut entraîner la mort.<br />'''Étymologie:''' [[θάνατος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θᾰνᾰτικός:''' [[угрожающий смертной казнью]] (ἐγκλήματα Diod.; [[δίκη]] Plut.): θανατικὴ [[κρίσις]] Plut. смертный приговор. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θᾰνᾰτικός''': -ή, -όν, [[θανατηφόρος]], θανάτου [[ἄξιος]], θ. [[ἔγκλημα]], «διὰ θάνατον», Διόδ. Ἐκλογ. 610. 39· [[δίκη]], Λατ. capitalis, Πλούτ. Περικλ. 10. Ἀλεξ. 42· - θανατικόν, τό, ἐπιδημικὴ [[ἀσθένεια]], [[λοιμός]], [[πανώλης]], Βυζ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 321. 41. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[θανατικός]], -ή, -όν) [[θάνατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική [[ποινή]]» β. «θανατική [[δίκη]]» — [[δίκη]] [[κατά]] την οποία η [[απόφαση]] [[περί]] ενοχής του κατηγορουμένου συνεπάγεται [[καταδίκη]] του σε θάνατο, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θανατικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[θανατηφόρος]] [[επιδημία]], [[λοιμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοιραίος]], [[ολέθριος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θανατικῶς</i> (Μ)<br />με θανατικό τρόπο («θανατικῶς λέγεσθαι», <b>Ευστ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θᾰνᾰτικός:''' -ή, -όν, [[θανατηφόρος]]· θανατικὴ [[δίκη]], [[ποινή]] θανάτου, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θᾰνᾰτικός, ή, όν<br />[[deadly]], θ. [[δίκη]] [[sentence]] of [[death]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:34, 27 March 2024
English (LSJ)
θανατική, θανατικόν,
A deadly, θ. ἐγκλήματα capital charges, D.S.37.5; νόμοι, ζημία, J.BJ3.5.7, AJ15.11.5; δίκη θ. trial on a capital charge, Plu.Per.10, Alex.42; of planetary influences, Vett. Val.129.4.
2 Medic., fatal, συνδρομή Gal.16.545.
3 Adv. θανατικῶς, λέγεσθαι, as expl. of δυσηλεγής, Eust.321.40.
German (Pape)
[Seite 1186] den Tod betreffend, zu ihm gehörig, δίκη, κρίσις, Prozess auf Tod u. Leben, Criminalproceß, Plut. Pericl. 10 Alex. 42 u. a. Sp.; auch adv.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la mort : θανατικὴ δίκη PLUT procès capital, qui peut entraîner la mort.
Étymologie: θάνατος.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνᾰτικός: угрожающий смертной казнью (ἐγκλήματα Diod.; δίκη Plut.): θανατικὴ κρίσις Plut. смертный приговор.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτικός: -ή, -όν, θανατηφόρος, θανάτου ἄξιος, θ. ἔγκλημα, «διὰ θάνατον», Διόδ. Ἐκλογ. 610. 39· δίκη, Λατ. capitalis, Πλούτ. Περικλ. 10. Ἀλεξ. 42· - θανατικόν, τό, ἐπιδημικὴ ἀσθένεια, λοιμός, πανώλης, Βυζ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 321. 41.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM θανατικός, -ή, -όν) θάνατος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική ποινή» β. «θανατική δίκη» — δίκη κατά την οποία η απόφαση περί ενοχής του κατηγορουμένου συνεπάγεται καταδίκη του σε θάνατο, Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το θανατικό(ν)
θανατηφόρος επιδημία, λοιμός
αρχ.
μοιραίος, ολέθριος.
επίρρ...
θανατικῶς (Μ)
με θανατικό τρόπο («θανατικῶς λέγεσθαι», Ευστ.).
Greek Monotonic
θᾰνᾰτικός: -ή, -όν, θανατηφόρος· θανατικὴ δίκη, ποινή θανάτου, σε Πλούτ.