μεταγινώσκω: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ2 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μεταγινώσκω
|Medium diacritics=μεταγινώσκω
|Low diacritics=μεταγινώσκω
|Capitals=ΜΕΤΑΓΙΝΩΣΚΩ
|Transliteration A=metaginṓskō
|Transliteration B=metaginōskō
|Transliteration C=metaginosko
|Beta Code=metaginw/skw
|Definition=Ionic and later form for [[μεταγιγνώσκω]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0145.png Seite 145]] spätere Form für [[μεταγιγνώσκω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0145.png Seite 145]] spätere Form für [[μεταγιγνώσκω]].
Line 4: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[μεταγιγνώσκω]].
|btext=<i>c.</i> [[μεταγιγνώσκω]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μεταγιγνώσκω]] και [[μεταγινώσκω]])<br />[[αλλάζω]] [[γνώμη]], [[μετανοώ]], [[μεταμελούμαι]] («μεταγνοὺς ἄν ὀρθῶς βουλεύσαιτο», Αντιφ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]], [[καταλαβαίνω]] [[κάτι]] πολύ [[αργά]] («Ἄτας δ' ἀπάταν μεταγνούς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταβάλλω]], [[τροποποιώ]] προηγούμενη [[απόφαση]] («μὴ μεταγνῶναι ὑμᾱς, τὰ προδεδογμένα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[αλλάζω]] [[γνώμη]] και [[κάτι]] διαφορετικό («ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταγινώσκω Medium diacritics: μεταγινώσκω Low diacritics: μεταγινώσκω Capitals: ΜΕΤΑΓΙΝΩΣΚΩ
Transliteration A: metaginṓskō Transliteration B: metaginōskō Transliteration C: metaginosko Beta Code: metaginw/skw

English (LSJ)

Ionic and later form for μεταγιγνώσκω.

German (Pape)

[Seite 145] spätere Form für μεταγιγνώσκω.

French (Bailly abrégé)

c. μεταγιγνώσκω.

Greek Monolingual

(ΑM μεταγιγνώσκω και μεταγινώσκω)
αλλάζω γνώμη, μετανοώ, μεταμελούμαι («μεταγνοὺς ἄν ὀρθῶς βουλεύσαιτο», Αντιφ.)
αρχ.
1. γνωρίζω, καταλαβαίνω κάτι πολύ αργά («Ἄτας δ' ἀπάταν μεταγνούς», Αισχύλ.)
2. μεταβάλλω, τροποποιώ προηγούμενη απόφαση («μὴ μεταγνῶναι ὑμᾱς, τὰ προδεδογμένα», Θουκ.)
3. (με απρμφ.) αλλάζω γνώμη και κάτι διαφορετικό («ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι», Θουκ.).