ξηραμπέλινος: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksirampelinos
|Transliteration C=ksirampelinos
|Beta Code=chrampe/linos
|Beta Code=chrampe/linos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the colour of withered vine-leaves, bright red, scarlet, [vestes] xerampelinae</b> Juv.6.519 ; δίπλακες ξ. Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.17 ; χλαμύδες ξ. Suid. s.v. [[ἀτραβατικάς]].</span>
|Definition=η, ον, [[of the colour of withered vine-leaves]], [[bright red]], [[scarlet]], vestes xerampelinae Juv.6.519; δίπλακες ξ. Lyd.''Mag.''1.17; χλαμύδες ξ. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀτραβατικάς]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] [[χιτών]], von der Farbe des trocknen Weinlaubes, eine erst bei den Römern aufgekommene Art Purpur, vestes xerampelinae, Iuven. 6, 517, wo der Schol. erkl. medius inter coccum et muricem color.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] [[χιτών]], von der Farbe des trocknen Weinlaubes, eine erst bei den Römern aufgekommene Art Purpur, vestes xerampelinae, Iuven. 6, 517, wo der Schol. erkl. medius inter coccum et muricem color.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui a la couleur d'une feuille de vigne desséchée]], [[rouge vif]].<br />'''Étymologie:''' [[ξηρός]], [[ἄμπελος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξηραμπέλῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] ἀπεξηραμμένων φύλλων ἀμπέλου, [[ἐρυθρός]], vestes xerampelinae Ἰουβενάλ. 6. 519, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. [[ὁρίζων]] τὸ [[χρῶμα]] λέγει ὅτι [[εἶναι]] μεταξὺ κοκκίνου καὶ πορφυροῦ, medius inter coccum et muricm· οὕτω, δίπλακες ξ. Ἰω. Λυδ. 1. 16· χλαμύδες ξ. Σουΐδ. ἐν λ. ἀτραβατικός.
|lstext='''ξηραμπέλῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] ἀπεξηραμμένων φύλλων ἀμπέλου, [[ἐρυθρός]], vestes xerampelinae Ἰουβενάλ. 6. 519, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. [[ὁρίζων]] τὸ [[χρῶμα]] λέγει ὅτι [[εἶναι]] μεταξὺ κοκκίνου καὶ πορφυροῦ, medius inter coccum et muricm· οὕτω, δίπλακες ξ. Ἰω. Λυδ. 1. 16· χλαμύδες ξ. Σουΐδ. ἐν λ. ἀτραβατικός.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui a la couleur d’une feuille de vigne desséchée, rouge vif.<br />'''Étymologie:''' [[ξηρός]], [[ἄμπελος]].
|mltxt=[[ξηραμπέλινος]], -ίνη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] τών αποξηραμένων φύλλων της αμπέλου, [[κόκκινος]], [[ερυθρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀμπέλινος]] ([[πρβλ]]. [[ωμαμπέλινος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξηραμπέλῐνος:''' -η, -ον, αυτός που έχει το [[χρώμα]] των μαραμένων αμπελόφυλλων, ανοιχτό κόκκινο, ερυθρό, σε Ιουβεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ξηρ-αμπέλῐνος, η, ον<br />of the [[colour]] of [[withered]] [[vine]]-leaves, [[bright]] red, Juven.
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηραμπέλῐνος Medium diacritics: ξηραμπέλινος Low diacritics: ξηραμπέλινος Capitals: ΞΗΡΑΜΠΕΛΙΝΟΣ
Transliteration A: xērampélinos Transliteration B: xērampelinos Transliteration C: ksirampelinos Beta Code: chrampe/linos

English (LSJ)

η, ον, of the colour of withered vine-leaves, bright red, scarlet, vestes xerampelinae Juv.6.519; δίπλακες ξ. Lyd.Mag.1.17; χλαμύδες ξ. Suid. s.v. ἀτραβατικάς.

German (Pape)

[Seite 279] χιτών, von der Farbe des trocknen Weinlaubes, eine erst bei den Römern aufgekommene Art Purpur, vestes xerampelinae, Iuven. 6, 517, wo der Schol. erkl. medius inter coccum et muricem color.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la couleur d'une feuille de vigne desséchée, rouge vif.
Étymologie: ξηρός, ἄμπελος.

Greek (Liddell-Scott)

ξηραμπέλῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα ἀπεξηραμμένων φύλλων ἀμπέλου, ἐρυθρός, vestes xerampelinae Ἰουβενάλ. 6. 519, ἔνθα ὁ Σχολ. ὁρίζων τὸ χρῶμα λέγει ὅτι εἶναι μεταξὺ κοκκίνου καὶ πορφυροῦ, medius inter coccum et muricm· οὕτω, δίπλακες ξ. Ἰω. Λυδ. 1. 16· χλαμύδες ξ. Σουΐδ. ἐν λ. ἀτραβατικός.

Greek Monolingual

ξηραμπέλινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα τών αποξηραμένων φύλλων της αμπέλου, κόκκινος, ερυθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + ἀμπέλινος (πρβλ. ωμαμπέλινος)].

Greek Monotonic

ξηραμπέλῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει το χρώμα των μαραμένων αμπελόφυλλων, ανοιχτό κόκκινο, ερυθρό, σε Ιουβεν.

Middle Liddell

ξηρ-αμπέλῐνος, η, ον
of the colour of withered vine-leaves, bright red, Juven.